ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ 2020

  • Ως Κίνηση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων πήραμε την πρωτοβουλία να ανοίξουμε το διάλογο για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας στους ασκούμενους και νέους συναδέλφους. Ως πρώτο βήμα για την εκκίνηση μίας διαδικασίας συγκρότησης, ανάδειξης και διεκδίκησης αιτημάτων που θα μας βοηθήσουν να αντέξουμε στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται, θεωρήσαμε αναγκαίο να διεξάγουμε μία πρώτη ηλεκτρονική έρευνα σχετικά με το πώς επηρεάστηκαν οι ασκούμενοι και νέοι δικηγόροι κατά το διάστημα της καραντίνας, εάν και κατά ποιον τρόπο μεταβλήθηκε το εργασιακό τους καθεστώς σε σχέση με την προ κορωνοϊού εποχή και με ποιον τρόπο βλέπουν το μέλλον τους στο επάγγελμα, δεδομένων και των νέων συνθηκών. Ακόμη, περιλάβαμε ερωτήματα σχετικά με την άποψη των νέων συναδέλφων γύρω από τα οικονομικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση αλλά και γύρω από την στάση που τήρησαν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Ενώσεις Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων. Σκοπός της έρευνάς μας ήταν η χαρτογράφηση των μεταβολών που έχουν συντελεσθεί και των αντιλήψεων που έχουν διαμορφωθεί κατά το πρώτο χρονικό διάστημα μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.

  • Γενικά χαρακτηριστικά της έρευνας.
     Η έρευνα διεξήχθη ηλεκτρονικά μέσω της πλατφόρμας docs.google.com από τις 08-06-2020 έως και τις 22-06-2020. Σε αυτήν έλαβαν μέρος 301 συνάδελφοι πανελλαδικά. Εξ αυτών ποσοστό 54,2% είναι ασκούμενοι και ποσοστό 45,8% είναι δικηγόροι πρώτης πενταετίας, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα.
     

    Σημειώνουμε πως ποσοστό 71% των συμμετεχόντων είναι γυναίκες και 29% άνδρες, εύρημα που επιβεβαιώνει τα πορίσματα και παλαιότερων ερευνών σχετικά με την έμφυλη παράμετρο στον κλάδο.

    Α’ μέρος της έρευνας:
     Εργασιακές και οικονομικές συνθήκες στην προ-κορωνοϊού εποχή
    Στην αρχή της έρευνάς μας, επιλέξαμε να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα σε σχέση με τις συνθήκες απασχόλησης των ασκούμενων και νέων δικηγόρων στην προ-κορωνοϊό εποχή. Σκοπός ήταν αφενός η επικαιροποίηση και διεύρυνση των στοιχείων που είχαμε ήδη συλλέξει σε παλαιότερη έρευνά μας στη Θεσσαλονίκη, αφετέρου η αποτύπωση της πριν την πανδημία κατάστασης, προκειμένου να γίνουν ευχερέστερα κατανοητές οι όποιες μεταβολές υπήρξαν, σε έναν κλάδο με ήδη επιβαρυμένες εργασιακές συνθήκες, ιδίως σε ότι αφορά τις αμοιβές.
    Σε σχέση με το ερώτημα που θέσαμε αναφορικά με την εργασιακή κατάσταση των συμμετεχόντων πριν την πανδημία λάβαμε συνολικά 301 απαντήσεις (54,2% από ασκούμενους και 45,8% από δικηγόρους πρώτης πενταετίας), οι οποίες απεικονίζονται στο παρακάτω γράφημα.
    Αφού έχουμε αναλύσει ποσοτικά και ποιοτικά το σύνολο των ερωτηματολογίων, επισημαίνουμε τα εξής:
    ·       Από τους 163 ασκούμενους που συμμετείχαν στην έρευνα, οι 147 δήλωσαν ότι εργάζονταν ως ασκούμενοι σε δικηγορικό γραφείο ή εταιρία, ενώ 8 δήλωσαν ότι ήταν άνεργοι σε αναζήτηση εργασίας. Οι απαντήσεις ασκουμένων που δήλωναν ότι εργάζονταν με καθεστώς άλλο πέραν από το ελαστικό, αρρύθμιστο θεσμικά καθεστώς της άσκησης δεν υπερέβαιναν συνολικά το 1%. Αντίστοιχα, μόλις 3 άτομα δήλωσαν ότι διενεργούσαν την άσκησή τους σε φορέα του δημοσίου τομέα, στοιχείο που καταδεικνύει τον εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό των θέσεων για ασκούμενους δικηγόρους σε αυτόν.
    ·       Από τους 137 δικηγόρους πρώτης πενταετίας που συμμετείχαν στην έρευνα, οι 86 δήλωσαν ότι εργάζονταν ως συνεργάτες (χωρίς σχέση έμμισθης εντολής) σε δικηγορικό γραφείο ή εταιρία, ενώ 33 δήλωσαν ότι έχουν δικό τους γραφείο ή μετέχουν σε δικηγορική εταιρία. Μόλις 6 άτομα δήλωσαν ότι εργάζονταν με σύμβαση έμμισθης εντολής στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, ενώ ποσοστό συναδέλφων που κυμαίνεται στα όρια του 1% δήλωσε ότι είτε ήταν άνεργος σε αναζήτηση εργασίας είτε εργαζόταν από το σπίτι του είτε εργαζόταν σε θέση ασκούμενου δικηγόρου, παρά το γεγονός ότι έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
    Εν συνεχεία, θέσαμε το ερώτημα τόσο σε ασκούμενους όσο και σε νέους δικηγόρους σχετικά με το καθαρό μηνιαίο εισόδημα που είχαν πριν από την πανδημία. Από τις απαντήσεις τους, που καταγράφονται στο παρακάτω γράφημα προκύπτει ότι ένα ποσοστό 17,4% έβγαζε 0 έως 200 ευρώ μηνιαίως, ποσοστό 25,8% έβγαζε 200 έως 400 ευρώ μηνιαίως και ποσοστό 28.2% έβγαζε 400 έως 600 ευρώ μηνιαίως. Το 43,2% των ασκούμενων και νέων δικηγόρων που συμμετείχαν στην έρευνα αμείβονται από 0 εώς 400 ευρώ, δηλαδή. Το 15,1% δήλωσε ότι έβγαζε πριν την πανδημία 600 έως 800 ευρώ μηνιαίως και ποσοστό 11,4% δήλωσε ότι έβγαζε 800 έως 1000 ευρώ. Κανένας ασκούμενος δεν δήλωσε μηνιαίο εισόδημα άνω των 1000 ευρώ, ενώ στους δικηγόρους πρώτης πενταετίας μόλις 6 άτομα σε σύνολο 137 (ποσοστό περίπου 4,39%) δήλωσαν ότι είχαν μηνιαίο εισόδημα άνω των 1.000 ευρώ προ κορωνοϊού.

    Όπως προέκυψε από την ειδικότερη ανάλυση των ερωτηματολογίων:
    ·         Σε σύνολο 163 ασκουμένων που μετείχαν στην έρευνα, 44 δήλωσαν ότι υπό κανονικές συνθήκες αμείβονταν με ποσό 0 έως 200 ευρώ, περίπου 1 στους 4, 57 με ποσό 200 έως 400 ευρώ, δηλαδή 1 στους 3, ενώ 50 ασκούμενοι δήλωσαν πως η αμοιβή τους ήταν ανάμεσα στο ποσό των 400 και των 600 ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η απάντηση μόλις 9 ασκουμένων ήταν ότι λάμβαναν ως μισθό ποσό μεταξύ 600 και 800 ευρώ, ενώ μόνο 3 ήταν οι απαντήσεις για μισθό άνω των 800 ευρώ.
    ·         Σε σύνολο 137 δικηγόρων πρώτης 5ετίας, 36 άτομα δήλωσαν εισόδημα 600 έως 800 ευρώ μηνιαίως, 34 άτομα δήλωσαν εισόδημα 400 έως 600 ευρώ και 32 άτομα δήλωσαν 800 έως 1.000. Από το παραπάνω προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νέων δικηγόρων βγάζει πάντως λιγότερα από 1.000 μηνιαίως, ποσό που δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές για έναν δικηγόρο, δεδομένου του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών. Ακόμη, 7 συνάδελφοι νέοι δικηγόροι δήλωσαν ότι έχουν εισόδημα 0 έως 200 ευρώ μηνιαίως, ενώ στον αντίποδα 6 συνάδελφοι δήλωσαν ότι κερδίζουν πάνω από 1.000 ευρώ μηνιαίως.
    Τα στοιχεία σχετικά με τις αμοιβές παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς από την επεξεργασία των απαντήσεων επιβεβαιώνονται καταρχήν 2 πράγματα:
    ·       Πρώτον, οι άθλιες αμοιβές των ασκουμένων δεν τελειώνουν αυτομάτως μαζί με την άσκηση. Συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό να μας «ακολουθούν» και στις περίφημες σχέσεις «συνεργασίας», πράγμα καθόλου τυχαίο, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε επί της ουσίας για ένα καθεστώς εξίσου ελαστικό, χωρίς νομοθετική ρύθμιση και κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων του εργατικού δικαίου.

    ·       Δεύτερον, τα στοιχεία που ήδη έχουμε συγκεντρώσει, επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στις αμοιβές και τα εισοδήματα των ασκουμένων και δικηγόρων Αθήνας-Πειραία και των συναδέλφων της επαρχίας. Στο στοιχείο όμως αυτό σκοπεύουμε να επανέλθουμε με νεότερη και ειδικότερη έρευνά μας, καθώς χρήζει προσεκτικότερης μελέτης.

    Στο τέλος του Α’ μέρους της έρευνάς μας, επιλέξαμε να θέσουμε δύο ερωτήματα στους ασκούμενους και νέους συναδέλφους σχετικά με την δυνατότητά τους να αποπληρώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές και σε σχέση με τη μεταβολή που επέφερε στο ύψος αυτών το νέο ασφαλιστικό Βρούτση. Οι απαντήσεις αποτυπώνονται στα παρακάτω γραφήματα και μπορούν να αποδοθούν συνοπτικά ως εξής:
    ·       Στο πρώτο ερώτημα απάντησαν 301 συνάδελφοι εκ των οποίων το 52,2% δηλώνει ότι καταβάλλει κανονικά τις εισφορές του. Το ¼ των συναδέλφων (25,9%) δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στον ΕΦΚΑ, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν υπαχθεί σε κάποια ρύθμιση, ενώ ποσοστό 6,6% δηλώνει ότι έχει ρυθμίσει τις οφειλές του προς τον ΕΦΚΑ. Σημαντικά υψηλό είναι και το ποσοστό 15,1% που δηλώνει ότι εργάζεται ανασφάλιστο. Το γεγονός ότι οι μισοί σχεδόν νέοι συνάδελφοι αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα με την καταβολή των εισφορών τους -ακόμη και αυτών, των μειωμένων εισφορών της ειδικής υποκατώτατης κατηγορίας- είναι ενδεικτικό και των κακών οικονομικών μας συνθηκών αλλά και του μεγάλου ύψους των εισφορών αναλογικά προς τις αμοιβές μας. Σε ένα επάγγελμα, μάλιστα, που χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση των σχέσεων οικονομικής εξάρτησης, η ασφαλιστική αντιμετώπιση ασκούμενων και συνεργατών ως ελεύθερων επαγγελματιών συνιστά για εμάς εξόχως άνιση μεταχείριση και μας φορτώνει με χρέη από την αρχή ήδη της επαγγελματικής μας σταδιοδρομίας.

    ·       Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως σε αντίθεση με όσα υποστήριζε η κυβέρνηση, τα ΜΜΕ αλλά και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων σε σχέση με το ασφαλιστικό Βρούτση, η μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων είδε αύξηση στις μηνιαίες εισφορές της (64,7%).




    Β’ μέρος της έρευνας:

    Οι επιπτώσεις της πανδημίας στην εργασία μας

    Στο μέρος αυτό της έρευνάς μας, θέσαμε ερωτήματα σε σχέση με τη λειτουργία των γραφείων κατά την περίοδο της πανδημίας, την επίδραση αυτής στα εισοδήματα των ασκούμενων και νέων συναδέλφων, αλλά και την εκτίμησή τους για το μέλλον τους στο επάγγελμα, ενόψει μίας ακόμη μεγάλης οικονομικής κρίσης. Τέλος, τους ζητήσαμε να αξιολογήσουν το οικονομικό μέτρο της έκτακτης αποζημίωσης των 600 ευρώ, αλλά και την στάση των θεσμικών φορέων του κλάδου (Δικηγορικοί Σύλλογοι, Ενώσεις Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων) στη συγκεκριμένη συγκυρία.

    Αρχικά, 263 ασκούμενοι και νέοι συνάδελφοι απάντησαν ως εξής στο ερώτημα που αφορούσε το πώς επέδρασε η πανδημία στην ίδια την εργασία τους θέση-σχέση. Έτσι, 42,6% δήλωσε ότι σταμάτησε προσωρινά να εργάζεται στο γραφείο που εργαζόταν, ενώ το 38% δήλωσε ότι συνέχισε να εργάζεται κανονικά. Σημαντικό είναι το ποσοστό 12,9% των συναδέλφων που δηλώνουν ότι έχασαν τη θέση εργασίας τους κατά την περίοδο της πανδημίας και δεν αναμένεται η επιστροφή τους σε αυτήν στο άμεσο μέλλον. Στο ερώτημα αυτό δόθηκαν και ποικίλες άλλες απαντήσεις, με χαρακτηριστικό το πρόβλημα των συναδέλφων που είχαν μόλις αποφοιτήσει από τη Νομική και δεν κατάφεραν να βρουν γραφείο, παραμένουν ωστόσο όμως σε στατιστικά χαμηλά επίπεδα.
                             

    Αντίστοιχο ερώτημα θέσαμε και στους συναφέλφους που έχουν δικό τους γραφείο ή μετέχουν σε δικηγορική εταιρία. Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων έπαυσε προσωρινά τη λειτουργία του γραφείου του, ενώ το μόνο  το 16,3% συνέχισε να εργάζεται κανονικά. Ένα μικρό μόνο ποσοστό των συναδέλφων δήλωσε ότι έπαυσε οριστικά τη λειτουργία του γραφείου του.

                             


    Συντριπτικό φαίνεται πώς υπήρξε το πλήγμα στα εισοδήματα των ασκούμενων και νέων συναδέλφων, καθώς σε σύνολο 300 απαντήσεων, στην ερώτηση αν το εισόδημα υπέστη μεταβολές κατά την πανδημία, ποσοστό 20% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι το μηνιαίο εισόδημά τους μειώθηκε, ποσοστό 17% ότι το εισόδημα παρέμεινε σταθερό, ενώ το συντριπτικό ποσοστό του 61,7% δήλωσε ότι σταμάτησε να έχει οποιοδήποτε εισόδημα από την εργασία του.
    Μόλις  το 1,3% ήταν το ποσοστό που δήλωσε ότι το μηνιαίο του εισόδημα αυξήθηκε. Αν μάλιστα δούμε συγκριτικά τα αποτελέσματα σε αυτό το γράφημα, με τα δύο προηγούμενα, μπορούμε με ασφάλεια να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι ένα μέρος των συναδέλφων υπέστη μείωση των αποδοχών του, παρά το γεγονός ότι συνέχισε κανονικά να εργάζεται.


    Αναφορικά με την έκτακτη οικονομική ενίσχυση των 600 ευρώ, παρατηρούμε ότι την έλαβε σχεδόν το σύνολο των συναδέλφων (98,3%), ωστόσο το ποσό αυτό θεώρησε ανεπαρκές για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του το 72,1% των συμμετεχόντων. 
    Στον αντίποδα, το 26,3% θεώρησε επαρκές το ποσό, ενώ η πλειοψηφία των συναδέλφων επεσήμαναν ότι τα χρήματα τους έφτασαν μόνο και μόνο επειδή ζουν μαζί με τους γονείς τους και δεν έχουν έξοδα στέγασης.
    Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εξής εύρημα, που προέκυψε από την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων: Σε σύνολο 163 ασκουμένων που απάντησαν στο ερώτημα, και με δεδομένο ως ένα βαθμό το γεγονός ότι οι ασκούμενοι συνάδελφοι είμαστε πιο «συνηθισμένοι» στις χαμηλές αμοιβές, λιγότεροι από τους μισούς (περίπου τα 2/5) θεώρησαν επαρκές το ποσό για την κάλυψη των αναγκών τους. Το στοιχείο αυτό αφενός καταρρίπτει, κατά τη γνώμη μας, τα επιχειρήματα διαφόρων συναδέλφων, κατά κανόνα μεγαλύτερων ηλικιακά, που υποστήριζαν ότι οι ασκούμενοι θα πρέπει να μείνουν εκτός διότι «ούτως ή άλλως δεν βγάζουν τόσα λεφτά», αφετέρου υπογραμμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο το πόσο ανεπαρκείς είναι και οι ... κανονικές μας αμοιβές για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών.


    Με βάση τα παραπάνω, είναι απολύτως αναμενόμενο το ποσοστό της τάξης 95,7% των ερωτηθέντων που θεωρεί ότι οι ασκούμενοι και νέοι δικηγόροι θα πρέπει να λάβουν περαιτέρω οικονομική ενίσχυση από το κράτος και το επόμενο διάστημα.

                             
    Εν συνεχεία, ρωτήσαμε τους συναδέλφους ποιες ανάγκες ή υποχρεώσεις τους δυσκολεύτηκαν να καλύψουν κατά την περίοδό της πανδημίας, σε ένα ερώτημα στο οποίο μπορούσαν να συμπληρώσουν περισσότερες από μία επιλογές. Σε σύνολο 300 απαντήσεων, 223 άτομα (74,3%) δήλωσαν ότι χρειάστηκαν την οικονομική υποστήριξη της οικογένειάς τους ή άλλου προσώπου, ενώ 88 άτομα (29,3%) δυσκολεύτηκαν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες (διατροφικές ανάγκες, λογαριασμοί ΔΕΚΟ κ.λ.π.).
    Περίπου 1 στους 4 αντιμετώπισε πρόβλημα στην έγκαιρη καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών, ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό 16,7% που δήλωσε ότι δυσκολεύτηκε να καταβάλλει το ενοίκιο του γραφείου ή/ και της κατοικίας του. Ποσοστό 12,3% δήλωσαν ότι δεν αντιμετώπισαν κάποιο οικονομικό πρόβλημα.
    Το πιο χαρακτηριστικό ίσως συμπέρασμα που μπορούμε να συνάγουμε από τις τελευταίες ερωτήσεις είναι το εξής: Η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων, αντιμετώπισε οικονομικό πρόβλημα και χρειάστηκε την υποστήριξη της οικογένειας παρά το γεγονός ότι έλαβε τα 600 ευρώ και παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό συνέχισε να εργάζεται. Τούτο, κατά την άποψή μας, ομολογεί και την ανεπάρκεια του ποσού, αλλά και τη μείωση των αμοιβών που επήλθε, ενώ καταδεικνύει το ότι έχουν πλέον σωρρευθεί χρόνιες αρνητικές οικονομικές συνθήκες για τους ασκούμενους και νέους δικηγόρους, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται οι αμοιβές τους στο κόστος διαβίωσης ενός νέου ανθρώπου.


                             
    Η κατάσταση αναμένεται να γίνει χειρότερη, εάν επιβεβαιωθεί το ποσοστό 45% των απαντήσεων που εκτιμά ότι το επόμενο διάστημα, δηλαδή τους επόμενους μήνες και μέχρι το τέλους του έτους, το εισόδημά του από την εργασία του θα μειωθεί και το 11% που εκτιμά ότι θα χάσει το σύνολο του εισοδήματός του. Στον αντίποδα, περίπου το 1/3 των συμμετεχόντων (33%) εκτιμά ότι το εισόδημά του δεν θα υποστεί μεταβολή, ενώ ποσοστό της τάξης του 12% πιστεύει ότι θα γνωρίσει αύξηση το εισόδημά του στο εγγύς μέλλον.

                             
    Περαιτέρω, 301 συνάδελφοι απάντησαν στο ερώτημα κατά πόσο είναι αισιόδοξοι για το μέλλον τους στο δικηγορικό επάγγελμα. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών απάντησε καθόλου (44,5%) και λίγο (41,2%), ενώ το 12% των συμμετεχόντων απάντησε ότι είναι αρκετά αισιόδοξο. Μόλις το 2,3% των ερωτηθέντων απάντησε ότι είναι πολύ ή και πάρα πολύ αισιόδοξο για το μέλλον του.

                             
    Όταν τους ζητήσαμε να εκφράσουν την εκτίμησή τους σε σχέση με το πώς συγκεκριμένα βλέπουν το μέλλον τους στα νομικά επαγγέλματα, δηλαδή σε τι θέση/ εργασιακό καθεστώς, οι 292 συνάδελφοι που απάντησαν στο ερώτημα έδωσαν τις εξής απαντήσεις:
    ·       Ποσοστό 34,6% εκτιμά ότι θα παραμείνει στο δικηγορικό επάγγελμα εργαζόμενος ως συνεργάτης σε κάποιο γραφείο ή εταιρία,
    ·       Το 17,8% εκτιμά ότι θα ανοίξει δικό του γραφείο.
    Το παραπάνω επιβεβαιώνει την εκτίμηση που έχουμε εκφράσει ως Κίνηση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων σχετικά με την αλλοίωση του χαρακτήρα του επαγγέλματος ως ελεύθερου, μέσω της συγκέντρωσης της δικηγορικής ύλης σε λίγα γραφεία και της υπαλληλοποίησης των δικηγόρων, ιδίως των νέων.
    ·       Το 12% των ερωτηθέντων επιθυμεί να μπει στον δικαστικό/ εισαγγελικό κλάδο
    ·       το 9,6% να εργαστεί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή το ΝΣΚ.
    ·       Σημαντικά υψηλό είναι και στο ποσοστό των νέων συναδέλφων που ήδη δηλώνει ότι θα αποχωρήσει οριστικά από τα νομικά επαγγέλματα (14,7%).
    ·       Πολύ μικρότερη απήχηση φαίνεται να έχουν επιλογές όπως αυτή του δικαστικού επιμελητή ή του συμβολαιογράφου, παρατηρείται ωστόσο συνολικά και μία σημαντική τάση «φυγής» από τη δικηγορία σε οποιαδήποτε μορφή της.


    Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν τα ευρήματα στο ερώτημα που θέσαμε στους συναδέλφους σε σχέση με το ποιος πιστεύουν ότι θα είναι ο κύριος παράγοντας από τον οποίον θα καθοριστεί η παραμονή τους ή όχι στο επάγγελμα. Σε σύνολο 296 απαντήσεων, ποσοστό 41,9% θεωρεί ότι καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας, ενώ ποσοστό 26,4% θεωρεί καθοριστικό παράγοντα την κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων στον κλάδο.
    Το 13,2% πιστεύει ότι καθοριστικά θα είναι τα μέτρα που θα ληφθούν από την κυβέρνηση για την στήριξη του κλάδου, ενώ το 9,5%, δηλαδή μόλις 1 στους 10 θεωρεί ότι το μέλλον του εξαρτάται από την άρτια επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση.
    Ως Κίνηση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων συμμεριζόμαστε απόλυτα την άποψη ότι η παραμονή μας στο επάγγελμα δεν είναι καταρχήν ζήτημα ατομικής επιτυχίας και επιλογών μέσα σε ένα τόσο δυσμενές κλίμα. Οι απαντήσεις των συναδέλφων δείχνουν ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό κατανόηση της κοινής ρίζας του προβλήματος και άρα περιθώριο για συγκρότηση αιτημάτων, οργάνωση και διεκδικήσεις.
                             
    Ένα μικρό, αλλά όχι στατιστικά αδιάφορο, τμήμα των ερωτηθέντων θεώρησαν ότι καθοριστικό ρόλο θα παίξει η αξιοποίηση νέων μορφών δραστηριότητας, όπως η δικηγορική εταιρία. Θεωρούμε ότι το ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, ιδίως ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Κώδικα Δικηγόρων αλλά και των μεγάλων αλλαγών που θα επέλθουν στο επάγγελμα μέσω της ψηφιοποίησης πληθώρας διαδικασιών.



    Απόψεις των συναδέλφων σχετικά με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση του κλάδου 
    κατά την περίδο της πανδημίας

    Επιλέξαμε να θέσουμε στο τέλος αυτής της έρευνας δύο ερωτήματα στους συναδέλφους σχετικά με το πώς αξιολογούν την στάση των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ενώσεων Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων, των θεσμικών-συνδικαλιστικών δηλαδή φορέων του κλάδου. Θεωρούμε σημαντικό το ερώτημα αυτό δεδομένου ότι η περίοδος της πανδημίας υπήρξε μια περίοδος πλούσιων διεργασιών, συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, που μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά συμπεράσματα αλλά και «μαθήματα» σε σχέση με την εκπροσώπησή μας από τους θεσμικούς φορείς.

    Αναφορικά με το ερώτημα εάν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας υπερασπίστηκαν αποτελεσματικά τα οικονομικά συμφέροντα του κλάδου και ιδίως των ασκουμένων δικηγόρων κατά την περίοδο της πανδημίας, η συντριπτική πλειοψηφία σε σύνολο 301 απαντήσεων απάντησε είτε ότι διαφωνεί απόλυτα (35,5%) είτε ότι απλώς διαφωνεί με την ως άνω πρόταση (34,2%).
    Σημαντικό ποσοστό της τάξης του 20,6% δηλώνει πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί. Την συμφωνία του με την ως άνω πρόταση δήλωσε ποσοστό 8,3%, ενώ μόλις το 1,4% δηλώνει την απόλυτη συμφωνία του με τις επιλογές των Δικηγορικών Συλλόγων.


    Αντίστοιχες είναι σε γενικές γραμμές και οι αντιλήψεις σε σχέση με τα μέσα δράσης των Ενώσεων, καθώς ποσοστό 79,7% επί συνόλου 295 απαντήσεων θεωρεί ότι αυτά δεν ήταν αποτελεσματικά και δεν άσκησαν πίεση, ενώ μόνο το 15,3% θεωρεί ότι ήταν αποτελεσματικά. Αρκετές ήταν και μεμονωμένες απαντήσεις συναδέλφων που συμπλήρωσαν την άποψή τους δίπλα στην επιλογή «Άλλο» υποστηρίζοντας ότι οι Ενώσεις έκαναν ότι μπορούσαν, αν και δεν ήταν αποτελεσματικές, ότι είχαν πάντως καλές προθέσεις αλλά γενικά δεν έχουν μεγάλη δύναμη κ.λ.π.



Σχόλια