Υπόθεση Τοπαλούδη: Κέρδισε η τιμή, έχασε το χρήμα

Κέρδισε η Τιμή και έχασε το Χρήμα

Στην υπόθεση Τοπαλούδη υπήρχαν εξαρχής 2 βασικά ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν καταρχήν κάθε άνθρωπο και κάθε πολίτη αυτής της χώρας και φυσικά και τους νομικούς, αλλά όχι μόνον αυτούς, αφού το έγκλημα δεν αποτελεί ούτε αποκλειστικό ούτε προνομιακό πεδίο ενδιαφέροντος των νομικών.  Οι δύο βασικές πτυχές που εξαρχής είχε είναι κατ’ εμέ οι εξής:

1. Η πρώτη ήταν αυτή της γυναικοκτονίας. Η γυναικοκτονία μπορεί να μην αποτελεί νομική ορολογία, είναι όμως κοινωνιολογικός και εγκληματολογικός όρος. Αυτό που χαρακτηρίζει τη γυναικοκτονία δεν είναι απλά το ότι το θύμα είναι γυναίκα, αλλά ότι το θύμα δολοφονείται εξαιτίας υπαρκτών κοινωνικών αντιλήψεων ή συνθηκών που καταπιέζουν τη γυναίκα και της επιβάλλουν ορισμένο ρόλο. Δολοφονείται επειδή είναι γυναίκα ή επειδή συγκλίνει ή κυρίως αποκλίνει από αυτό που θεωρείται ότι (πρέπει να) είναι η γυναίκα. Δολοφονείται γιατί αρνήθηκε το σεξ, γιατί «αντιμίλησε», γιατί «δεν σεβάστηκε το σύζυγο ή τον πατέρα της» κλ.π. Γι’ αυτό η υπόθεση της Ελένης είναι γυναικοκτονία, ενώ π.χ. μία δολοφονία μίας γυναίκας στο πλαίσιο μίας ληστείας δεν έχει μάλλον τα χαρακτηριστικά της γυναικοκτονίας. Και γι’ αυτό το λόγο δεν στέκει και ο όρος «ανδροκτονία» που διάφοροι «καλοθελητές» υποστηρίζουν. Γιατί οι άνδρες κατά κανόνα δεν δολοφονούνται επειδή εμφανίζουν τυπικές συμπεριφορές του φύλου τους ή επειδή «αποκλίνουν» από αυτές. Εδώ η έμφαση μπαίνει στο «κατά κανόνα»: υπάρχουν δολοφονίες ανδρών που έχουν τέτοια κίνητρα (χαρακτηριστική εδώ η υπόθεση Γιακουμάκη, που οδηγήθηκε στο θάνατο λόγω απόκλισης από τα πρότυπα του «ανδρισμού»). Ο όρος όμως «ανδροκτονία» μάλλον θα συσκότιζε, παρά θα βοηθούσε και σίγουρα όσοι τον υποστηρίζουν έχουν άλλα κίνητρα.
Η εισαγγελική πρόταση φαίνεται μάλλον να έλαβε υπόψιν της την παραπάνω πτυχή. Διατηρώ την εξής επιφύλαξη: τα περί «αφίλητης παρθένας» κλ.π. δεν είναι φυσικά ούτε προοδευτικά ούτε συμβάλλουν θετικά στην συζήτηση για τις γυναικοκτονίες. Υπάρχει όμως σοβαρή πιθανότητα να προέκυψαν από την αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της υπόθεσης. Να ειπώθηκε με λίγα λόγια γιατί όντως ήταν έτσι κι όχι γιατί έπρεπε να είναι έτσι τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, η εισαγγελική πρόταση ούτε είναι ούτε θα έπρεπε να είναι μνημείο αντισεξισμού. Η βασική συνεισφορά της αφορά τη δεύτερη πτυχή της υπόθεσης και ιδίως ως προς αυτήν πρέπει να δοθούν τα εύσημα στην εισαγγελέα. Και εξηγούμαι.

            2. Η δεύτερη βασική πτυχή της υπόθεσης ήταν εξαρχής η προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος από το περιβάλλον των δραστών (ιδίως του Ροδίτη) με εργαλείο το χρήμα και την πολιτική πίεση. Σε αυτήν την προσπάθεια συνέβαλλαν εξαρχής καθοριστικά διάφορα «φυτεμένα» δημοσιεύματα στον Τύπο για το νεαρό Ροδίτη που «βρήκε το Θεό και μετάνιωσε», για τον «Αλβανό που τα έκανε όλα» κλ.π. Η εισαγγελική πρόταση φώτισε με εξαιρετικό τρόπο αυτήν την πτυχή. Μίλησε χωρίς περιστροφές για τη συγκάλυψη, κόλλησε στον τοίχο ψευδομάρτυρες, ανέδειξε τη λυσσαλέα προσπάθεια που καταβλήθηκε για να επηρεαστούν ψυχιατρικοί πραγματογνώμονες και για να φύγει η υπόθεση από τα χέρια συγκεκριμένου αστυνομικού που πολύ απλά έκανε σωστά τη δουλειά του. Ανέδειξε ζητήματα για τα οποία κανονικά μετά τη δίκη πρέπει να σχηματιστούν δικογραφίες, να γίνουν πειθαρχικά κλ.π. Σε μία ταξική κοινωνία, τα ταξικά χαρακτηριστικά και η δύναμη των διαδίκων παίζουν ρόλο. Και εδώ προσοχή: ο πλούτος και το κοινωνικό status του δράστη δεν αξιολογήθηκε αφηρημένα ως επιβαρυντική περίσταση. Αξιολογήθηκε ως πραγματικό γεγονός, καθώς προέκυψε από την διαδικασία ότι έπαιξε ρόλο στην τέλεση και στην απόπειρα συγκάλυψης του εγκλήματος. Πολύ καλώς αξιολογήθηκε λοιπόν.
            Όσοι παρενέβησαν (λιγότερο ή περισσότερο «αθώα») για να μιλήσουν για το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), σε αυτό μάλιστα το στάδιό της, κακώς το έπραξαν. Δεν προκύπτει, κατά την άποψή μου, ζήτημα δίκαιης δίκης. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων έγιναν σεβαστά, η άποψή τους ακούστηκε. Δεν πέρασε όμως γιατί στηριζόταν στην διαστρέβλωση της πραγματικότητας, στις ψευδείς μαρτυρίες, στη δαιμονοποίηση του θύματος κλ.π. Κέρδισε η «Τιμή» και έχασε το «Χρήμα».
            Κλείνω με μία σκέψη νομική φαινομενικά, καθόλου όμως «τεχνική» νομίζω. Εκτός από το 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, για παραβίαση του οποίου η χώρα μας έχει αρκετές φορές καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ (κυρίως λόγου υπέρβασης του εύλογου χρόνου της δίκης), υπάρχει και το άρθρο 2 παρ. 1 για το δικαίωμα στη ζωή που προστατεύεται από την Πολιτεία. Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί σε αρκετές περιπτώσεις για παραβίαση του εξαιτίας αναποτελεσματικής έρευνας ή/ και πλημμελούς δικαστικής αξιολόγησης των συνθηκών του θανάτου ενός προσώπου. Χαρακτηριστικά αναφέρω τις εξής καταδίκες: την υπόθεση του θανάτου του Τσαλικίδη, προσώπου συνδεόμενου με το σκάνδαλο των υποκλοπών του 2006, υπόθεση θανάτου τοξικομανούς κρατουμένου εντός της φυλακής που αποδόθηκε σε υπερβολική δόση, υπόθεση δολοφονίας Αλβανού υπηκόου όπου δεν διερευνήθηκε το ρατσιστικό κίνητρο, ενώ μετά από 5μισι χρόνια «αστυνομικής έρευνας», ο κατηγορούμενος απηλάχθη ελλείψει στοιχείων. Και εκεί συγκρούστηκε η εξουσία, το χρήμα, ο ρατσισμός κλ.π. με την απόδοση δικαιοσύνης και έχασε η δικαιοσύνη. Η εισαγγελέας λοιπόν, όπως το βλέπω, δεν μας οδήγησε σε παραβίαση του 6 παρ. 1. Μας γλίτωσε από μία καταδίκη για παραβίαση του 2 παρ. 1. Γιατί αποτελεσματική διερεύνηση εγκλήματος κατά της ζωής είναι αυτή που δεν επηρεάζεται από το χρήμα και την εξουσία των εμπλεκόμενων προσώπων ούτε από τα χειρότερα σεξιστικά, ρατσιστικά κλ.π. κοινωνικά αντανακλαστικά. Είναι αυτή που σώζει την αλήθεια και σέβεται την αξία του ανθρώπου και της ζωής του.

(Επιμέλεια: Ε Τσ, ασκ. δικηγόρος, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ)
Υπόθεση Τοπαλούδη: Βερβεσός, Σκέρτσος - Περίεργες ...

Σχόλια