Tο νομοσχέδιο του υπουργείου
Δημόσιας Τάξης για τις «Δημόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις», δηλαδή τις πορείες
και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας βρισκόταν στην προεκλογική ατζέντα της
Κυβέρνηση και υπέρ αυτού τάχθηκαν οι βουλευτές της ΝΔ, κατά οι βουλευτές του
ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25, ενώ επιφυλάχθηκαν οι βουλευτές του
Κινήματος Αλλαγής και της Ελληνικής Λύσης. Το νομοσχέδιο προγραμματίζεται
να εισαχθεί για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής την Τετάρτη 8 Ιουλίου, και
να τεθεί προς ψήφιση την Πέμπτη 9 Ιουλίου. Διακηρυγμένοι σκοποί του νομοσχεδίου
είναι δύο: ο πρώτος είναι ο περιορισμός της «όχλησης» που προκαλούν οι μικρές
σε συμμετοχή συγκεντρώσεις, καθώς «δεν μπορεί να κλείνει ο δρόμος για 50 άτομα»
(βλ. σχετικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο της
23-12-2019). Δεύτερος διακηρυγμένος σκοπός του νομοσχεδίου (βλ. σχετική
αιτιολογική έκθεση) είναι να εκμεταλλευτεί η Κυβέρνηση την «ειδική επιφύλαξη
του νόμου» που υπάρχει στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού από το
Σύνταγμα καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για ρύθμιση της
άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και για τον περιορισμό του. Επιχειρείται,
λοιπόν, να περισταλεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που προβλέπεται στο άρθρο 11
του Συντάγματος.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι
«αόπλως και ησύχως» είναι ένα από τα αρχαιότερα δικαιώματα συλλογικής δράσης
που αναγνωρίζει η συνταγματική τάξη (ήδη από το 1864), καθώς και η Ευρωπαϊκή
Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 11). Τα δικαιώματα συλλογικής δράσης
που αναγνωρίζει το Σύνταγμά μας (δικαίωμα στην απεργία, συνδικαλιστική
ελευθερία κ.ά.) έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι η άσκηση και η δυναμική τους
στηρίζονται στη σύμπραξη περισσότερων ατόμων -και από κοινού με τα κοινωνικά
δικαιώματα- απευθύνονται «όχι στον απογυμνωμένο από κάθε κοινωνικό
προσδιορισμό, αλλά και στον άνθρωπο όπως υπάρχει και ζει στην κοινωνική
πραγματικότητα, μαζί με άλλους ανθρώπους, ενταγμένος σε κοινωνικές ομάδες» (βλ.
Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, 1981, σελ. 245-246).
Αναγνωρίζεται επίσης από τους αστούς θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου ότι
η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι «μεταφράζεται σε δημόσια συμμετοχή
στις διαδικασίες σχηματισμού της πολιτικής βούλησης της εξουσίας» (Κ
Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδοση 2006, σελίδα 480) και
συνιστά έτσι «ένα κομμάτι αυθεντικής, μη τυποποιημένης άμεσης δημοκρατίας που
είναι κατάλληλο για να αποτρέψει την αποστέωση της πολιτικής ζωής μέσα σε μία
διαχειριστική ρουτίνα» (βλ. K. Hesse, Grundzuge des Verfassungsrechts der BRD,
1991, σελ. 166-167). Με λίγα λόγια, ακόμη και το Σύνταγμα του αστικού κράτους,
αναγνωρίζει ρητά ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές, ο κοινοβουλευτισμός
και οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις. Ο ρόλος του λαού δεν είναι απλώς να εκλέγει αντιπροσώπους,
αλλά και να διαφωνεί με αυτούς όταν το κρίνει, να ελέγχει τη δράση τους, να
εμποδίζει αντιλαϊκά μέτρα με τα οποία συμφωνεί η όποια κοινοβουλευτική
πλειοψηφία χωρίς πολλές φορές να τα έχει καν διαβάσει (πχ μνημόνια).
Αν και με βάση την αφήγηση της
ΝΔ, η απαγόρευση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11
του Συντάγματος, να είναι νόμιμη μόνο εάν δεν απειλείται σοβαρή
διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή σοβαρός κίνδυνος για
τη δημόσια ασφάλεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι πορείες των λίγων ατόμων
που προκαλούν ολιγόλεπτο μποτιλιάρισμα στο κέντρο δεν δύνανται να θεωρηθούν
ως σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Άλλωστε, όπως δέχεται η
συνταγματική θεωρία, «η ενόχληση, σε ορισμένο μέτρο, του γενικού πληθυσμού εντάσσεται
στην ίδια την ratio (:αιτία) της συνάθροισης προκειμένου να γίνει
αισθητή η ύπαρξη ενός κοινωνικού, πολιτικού θέματος που απασχολεί τους
συναθροισμένους» (βλ. Κ Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,
έκδοση 2006, σελίδα 486).
Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι η
απαγόρευση των διαδηλώσεων γίνεται «όπως νόμος ορίζει», απαιτείται δηλαδή
σχετικός νόμος που να εξειδικεύει την από την φύση της ελλειπτική συνταγματική
διάταξη. Στην χώρα μας ισχύει μέχρι και σήμερα το χουντικό ν.δ. 794/1971, το
οποίο δεν έχει μεν καταργηθεί στο σύνολό του, ωστόσο έχει εν πολλοίς
παραμεριστεί στην πράξη και μεγάλο μέρος των ρυθμίσεών του έχουν κριθεί
αντισυναγματικές βάσει του άρθρου 111 του Συντάγματος. Από μία απλή
ανάγνωση του χουντικού νομοθετήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι το σχέδιο νόμου
της κυβέρνησης Μητσοτάκη επί της ουσίας επαναφέρει -μεταφρασμένες στη δημοτική-
τις χουντικές ρυθμίσεις, ενώ σε αρκετά σημεία τις αυστηροποιεί κιόλας. Οποίος…
εκσυγχρονισμός. Πέρα από τους ιστορικούς παραλληλισμούς, το σχέδιο νόμου
δεν εξειδικεύει τη συνταγματική διάταξη στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης και
προστασίας του δικαιώματος, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αντιθέτως την
«ξεχειλώνει», εισάγοντας ακόμη περισσότερες αόριστες νομικές έννοιες που
δύνανται να δικαιολογήσουν περιορισμούς και απαγορεύσεις και καταλείποντας
ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στα όργανα της αστυνομίας, ενώ μέχρι πρότινος για
την απαγόρευση διαδήλωσης απαιτούνταν και η σύμπραξη εισαγγελικής αρχής.
Τι συγκεκριμένα προβλέπεται στο νέο
Νομοσχέδιο;
Πέρα από τη δυνατότητα που
δίνεται στο άρθρο 7 παρ. 4 να απαγορεύονται από την αστυνομία συναθροίσεις
χωρίς η απαγόρευση αυτή να βασίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια, γεγονός που
δίνει πάτημα στην αστυνομική αυθαιρεσία, το σχέδιο Νόμου προβλέπει στο άρθρο 3
την υποχρέωση έγγραφης ή ηλεκτρονικής γνωστοποίησης της πρόθεσης συμμετοχής σε
δημόσια συνάθροιση. Επιπλέον, προβλέπει (όπως και το χουντικό διάταγμα)
το θεσμό του οργανωτή, ο οποίος κατά το άρθρο 4 του σχεδίου νόμου «υποχρεούται
να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της (ενν. συνάθροισης) λαμβάνοντας κάθε
αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται ιδίως να
α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική αρχή (…), β) ενημερώνει τους
μετέχοντες για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την
άσκηση βίας (…) γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην
περιφρούρηση της συνάθροισης». Ο οργανωτής αυτός, κατά το άρθρο 14 παρ.4 «ευθύνεται
για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας
και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από
την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της
συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα πρόσφορα αναγκαία μέτρα για
την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου».
Η μη τήρηση της υποχρέωσης
προγενέστερης γνωστοποίησης του άρθρου 3, δίνει κατά το νομοσχέδιο (άρθρο 9
περ.ε’) τη δυνατότητα να διαλυθεί η συνάθροιση. Το ζήτημα της συνταγματικότητας
του παρόντος άρθρου είναι προφανές καθώς «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν
υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας, ή προληπτικού ελέγχου από τις
αστυνομικές αρχές, όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα» (βλ.
Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Συντάγματος στο συλλογικό έργο των Φ. Σπυρόπουλου, Ξ.
Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλου, Γ. Γεραπετρίτη, Εκδόσεις Σάκκουλα 2017, σελ. 259). «Το
Σύνταγμα εξάλλου προστατεύει και τις αυθόρμητες συναθροίσεις, εφόσον το 11 Σ
δεν διακρίνει» (βλ. όπως προηγουμένως, σελ. 260). Το σχέδιο νόμου, ωστόσο,
στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 έχει αρνητική αφετηρία ως προς το δικαίωμα του
συνέρχεσθαι καθώς δίνει τη δυνατότητα «να επιτραπεί από την αστυνομική αρχή
δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δε γνωστοποιήθηκε». Έχουμε δηλαδή μία
αντιστροφή του δικαιώματος: Αντί η απαγόρευση να αποτελεί την εξαίρεση και η
άσκησή του τον κανόνα, η αστυνομία μπορεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια «να
επιτρέψει» τη διαδήλωση που δεν γνωστοποιήθηκε.
Ως προς την υποχρέωση μέριμνας
του διοργανωτή για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης, φαίνεται να
μετακυλίεται η ευθύνη τήρησης της τάξης στον οργανωτή αντί για τις αστυνομικές
δυνάμεις ενώ ως προς την υποχρέωση άμεσης συνεργασίας του διοργανωτή με την αστυνομία
απορία προκαλεί πώς ενώ συνήθως η ratio μιας δημόσιας συνάθροισης είναι η
αντίθεση στην εξουσία ή την κυβερνητική πολιτική απαιτείται η άμεση κιόλας
συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως
εντοπίζεται στο άρθρο 14 του σχεδίου, που προβλέπει ποινικές κυρώσεις στους
συμμετέχοντες σε συνάθροιση που έχει απαγορευθεί νόμιμα. Η διάταξη αυτή είναι
αυστηρότερη ακόμη και από την αντίστοιχη της Χούντας, που περιόριζε την ποινική
ευθύνη μόνο στον «διοργανωτή» κι όχι σε κάθε συμμετέχοντα. Στο ίδιο άρθρο
προβλέπεται και η αστική ευθύνη του οργανωτή για τη βλάβη προσώπων και
περιουσιών που προκαλούνται από μία πορεία. Ο κανόνας είναι η ευθύνη του
οργανωτή ενώ η εξαίρεση της απαλλαγής του κατά την παρ.4εδ.β’ του ίδιου
άρθρου επέρχεται μόνο σε περίπτωση προηγούμενη ενημέρωσης για τη διεξαγωγή της
συνάθροισης και απόδειξης ότι έλαβε τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα του
προαναφερθέντος άρθρου 4. Ευθύνεται, λοιπόν, βάσει του σχεδίου νόμου για
την αποκατάσταση των ζημιών εκτός αν καταφέρει και αποδείξει πλήρως ότι
συνεργάστηκε σωστά με την αστυνομία, ενημέρωσε τους μετέχοντες για τη μη χρήση
αντικειμένων πρόσφορων για την άσκηση βίας και όρισε επαρκή αριθμό ατόμων για
περιφρούρηση. Με τέτοιες προβλέψεις σίγουρο είναι ότι όλοι οι πολιτικά
δραστήριοι χώροι θα εξοντωθούν οικονομικά αφού οι απαιτήσεις του νόμου
μετακυλίουν όλο το βάρος στους οργανωτές και ως εκ τούτου το δικαίωμα του
συνέρχεσθαι θα μείνει άνευ περιεχομένου.
Ποιους αφορά πραγματικά το νομοσχέδιο;
Το σχέδιο νόμου δεν αφορά τις
«μικρές διαδηλώσεις», όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά όλες τις διαδηλώσεις,
με πολλές από τις διατάξεις του να οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι είναι
ακριβώς το μεγάλο μέγεθος μίας διαδήλωσης αυτό που πρέπει να λάβει
υπόψιν της η αστυνομία για να την απαγορεύσει (άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ). Η
εξέλιξη αυτή δεν έρχεται σε μία τυχαία περίοδο: βρισκόμαστε ενόψει μίας νέας
και πρωτοφανούς σε βάθος και ένταση οικονομικής κρίσης. Οι μνήμες των
Αγανακτισμένων είναι ακόμη νωπές στο μυαλό της άρχουσας τάξης της χώρας.
Άλλωστε, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, ξεπήδησαν τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία,
ενώ σήμερα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, εκτιλίσσεται ένα
δυναμικό κίνημα κατά της αστυνομικής βίας που υφίστανται οι μαύροι. Όσο κι αν
οι διάφοροι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι οι
πορείες και οι διαδηλώσεις είναι «κάτι που ανήκει στο παρελθόν» και αποτελούν
«εμμονή της ελληνικής αριστεράς», η ίδια η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Ο
Μητσοτάκης σπεύδει, λοιπόν, να ενισχύσει το νομικό οπλοστάσιο που θα τον
βοηθήσει να καταστείλει πιθανά κινήματα και αντιδράσεις των εργαζομένων, των
νέων, των ανέργων κ.λ.π. στη δύσκολη νέα κατάσταση. Έχει άλλωστε ήδη ενισχύει
το «πραγματικό» οπλοστάσιο, με νέες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας και μαζικές
αγορές εξοπλισμού καταστολής.
Εάν, άλλωστε, το πρόβλημα της
κυβέρνησης είναι οι πορείες των «50 ατόμων», υπάρχει ήδη και το Π.Δ. 120/2013
(Διάταγμα Δένδια) που θέτει περιορισμούς ως προς το χώρο που «καταλαμβάνουν» οι
«ιδιαίτερα μικρές συγκεντρώσεις». Εξάλλου, οι διαδηλώσεις κατά κανόνα
αυτοπεριορίζονται ανάλογα με το μέγεθος της δυναμικής τους και δεν
κλείνουν οι δρόμοι για διαδηλώσεις τέτοιου μεγέθους. Πρόσφατα παραδείγματα
αποτελούν οι διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών, οι οποίες είχαν πολύ μεγαλύτερο
μέγεθος και στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ήταν κλειστό το μισό ρεύμα της
Εγνατίας οδού ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα που διαδηλώσεις που
δεν ξεπερνούν τα 100-200 άτομα παραμένουν στην πλατεία και όχι στο δρόμο πχ
μπροστά στη Βουλή. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που καθιστά «αναγκαίο» και
«εκσυγχρονιστικό» το νέο νόμο, ενώ ήδη υπάρχει πλαίσιο για τις «ιδιαίτερα
μικρές συναθροίσεις»;
Πέρα από τις προφανείς
σκοπιμότητες, το νομοσχέδιο έχει και μία έντονα ιδεολογική διάσταση: προσπαθεί
να καλλιεργήσει ένα κλίμα στοχοποίησης των «κακών διαδηλωτών» που
δυσκολεύουν (από βίτσιο;) τους συμπολίτες τους. Αυτοί οι κακοί διαδηλωτές που
ανερυθρίαστα αναδεικνύουν τα προβλήματα της κοινωνίας, την φτωχοποίηση του
λαού, την ανεργία, το ρατσισμό, στοχοποιούν τα νομοσχέδια που απολύουν εκπαιδευτικούς,
που καταστρέφουν το περιβάλλον, που κλείνουν βιομηχανίες κ.λ.π. ενοχλούν την
κυβέρνηση όχι γιατί προκαλούν … μποτιλιάρισμα, αλλά γιατί διαφωνεί ιδεολογικά
με την ίδια τους την ύπαρξη. Ο νεοφιλελευθερισμός που καταργεί τις κοινωνίες
και αποθεώνει αυτόν ακριβώς τον «απογυμνωμένο άνθρωπο» που αναφέραμε παραπάνω
δεν τα πάει καθόλου καλά με τις συλλογικές κοινωνικές διεκδικήσεις από θέση
αρχής. Προτιμά τον κοινωνικό αυτοματισμό και την αλληλοσφαγή των υποτελών,
προκειμένου να περνά άνευ αντίδρασης κάθε αντικοινωνικό μέτρο.
Κάπως έτσι στοχεύει η Κυβέρνηση
να λειτουργούν όλα στον αυτόματο που η ίδια ορίζει. Χωρίς έλεγχο, χωρίς πίεση
από τους υποτελείς προς την εξουσία (:κράτος, ΜΜΕ, πολυεθνικές), χωρίς
έκφραση αντιθέσεων, χωρίς πραγματική δημοκρατία. Με πρόσχημα το να
πηγαίνει ο συμπολίτης ανενόχλητος στη δουλειά του οδηγούμαστε στο να μην μπορεί
να διαμαρτυρηθεί επειδή δεν έχει δουλειά. Θα αφαιρεθεί στην πράξη η
δυνατότητα των υγειονομικών να διαμαρτυρηθούν για τις συνθήκες που επικρατούν
στα Νοσοκομεία, των οικολόγων για την οικολογική καταστροφή, των
καλλιτεχνών για την σημασία της Τέχνης στην εκπαίδευση, των εκπαιδευτικών που
επιθυμούν να μην παρακολουθούνται με κάμερες κλπ. Το νομοσχέδιο δεν αφορά στην
αφαίρεση δικαιωμάτων από κάποιους αριστερούς και τις οργανώσεις τους αλλά
στην αφαίρεση του δικαιώματος να συναθροιστείς και να εκφραστείς συλλογικά και
δημοκρατικά, όταν υπάρχει η συλλογική κοινωνική πεποίθηση (ή τουλάχιστον η
πεποίθηση κάποιας ομάδας) ότι κάτι δεν πάει καλά. Το νομοσχέδιο μας αφορά όλους
και όλες.