Συλλογικά όπλα των εργαζομένων ενόψει του Covid-19: Ευρωπαϊκό παράδειγμα και ελληνική σιγή

Συλλογική Σύμβαση Εργασίας – Κανονισμός Εργασίας – Διαιτησία –Απεργία/Επίσχεση: Το διεθνές παράδειγμα και η ελληνική σιγή


      1. Η επισκόπηση των στοιχείων που διέθεσε η ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για τα διάφορα παραδείγματα στην αντιμετώπιση του ιού άλλων χωρών ανοίγει σειρά ζητημάτων για συζήτηση. Σε ό,τι αφορά την συλλογική εργατική πάλη, ενδιαφέρον εμφανίζει η εισαγωγή συλλογικών ρυθμίσεων σε χώρες, με συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζομένους, για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Covid-19. Στην Αυστρία, υπεγράφη συμφωνία για 3 μήνες, που ρυθμίζει την καταβολή του 90% εως 80% των αποδοχών των εργαζομένων. Στην Γερμανία, συνήφθη κλαδική ΣΣΕ στο χώρο της εστίασης για καταβολή του 90% των αποδοχών. Στην Ιταλία, υπεγράφη Εθνική Συμφωνία Κοινωνικών Εταίρων για τους όρους τήρησης της υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας. Στη Σουηδία, υπεγράφησαν συλλογικές συμφωνίες αυξημένων αποζημιώσεων απόλυσης για συμβάσεις μετά τις 16/3, αλλά και για την μείωση του εργασιακού χρόνου [πηγή: ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, «Έκτακτα Μέτρα στήριξης των εργαζομένων στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19 (Επικαιροποιημένα έως τις 24 Μαρτίου 2020)»].

      2. Η άσκηση των εργοδοτικών εξουσιών καθορίζεται στα πλαίσια του νόμου. Ειδικά για τις διατάξεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας αυτές έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 ν. 1892/1990. Μία ΣΣΕ μπορεί να καθορίσει κατά τα άρθρα 2 παρ.1 και 4 του ν. 1876/1990, ζητήματα σχετικά τόσο με τους όρους λειτουργίας της σχέσης εργασίας, όσο και την άσκηση της επιχειρηματικής πολιτικής, όταν αυτή σχετίζεται άμεσα με τις εργασιακές σχέσεις (π.χ. σε περιπτώσεις απολύσεων για οικονομοτεχνικούς λόγους). Εξάλλου, με ΣΣΕ  μπορεί να ρυθμιστούν ζητήματα σχετικά με την υγιεινή και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας (άρθρο 2 παρ. 6 του ίδιου νόμου και 12 ν. 1767/1988). Ειδικά για το τελευταίο θέμα, μπορεί να ρυθμιστεί και με Κανονισμό Εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησηςμε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον εργοδότη και το Συμβούλιο εργαζομένων.

      3. Με βάση αυτά, με ΣΣΕ (επιχειρησιακή, κλαδική, Εθνική), θα μπορούσε να περιοριστεί η εισαγωγή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης (κατ'εφαρμογή αρθρο 2 παρ. 1 ν.1892/1990), ο περιορισμός ή και αποκλεισμός των απολύσεων για οικονομοτεχνικούς λόγους για το χρονικό διάστημα που θα όριζαν οι εργαζόμενοι (με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 και 4), αλλά και να διαμορφωθεί ένα πλέγμα κανόνων προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων στο χώρο εργασίας,  ρύθμισης της συνάθροισης τους κ.ο.κ. (με βάση το άρθρο 2 παρ. 6, ας θυμηθούμε διάφορες εταιρίες τηλεπικοινωνιών).

      4. Για όλα αυτά, δεν θα ήταν καν απαιτητή η συμφωνία του εργοδότη: οι εργαζόμενοι μπορούν να προσφύγουν στο μηχανισμό της διαιτησίας μονομερώς, μετά την επαναφορά της δυνατότητας μετά τον ν.4303/2014 και την ΟλΣτΕ 2307/2014. Η διαιτητική απόφαση έχει ισχύ ΣΣΕ, άρα και ουσιαστικού νόμου (άρθρο 16 παρ. 8, ν 1892/1990). Ακόμα και αν ο εργοδότης, άλλωστε, αξιοποιήσει την «καινοτομία» της κίνησης δικαστικού ελέγχου της διαιτητικής απόφασης, θα βρεθεί μπροστά σε ολόκληρο τον έκτακτο νομικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των μέτρων. Οι συνθήκες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελέγχου σκοπιμότητας: η ανάγκη προστασίας των εργαζομένων, στα όρια του επιχειρείν, είναι εξόφθαλμη.

       5. Επίσης, σαφές είναι ότι οι εργαζόμενοι για τα ανωτέρω θέματα, διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα απεργίας τους. Ισχύει ο κανόνας της λειτουργικής αλληλεξάρτησης της συλλογικής αυτονομίας και της απεργίας, ώστε τουλάχιστον ό,τι μπορεί να ρυθμιστεί με ΣΣΕ, αποτελεί και νόμιμο αίτημα απεργίας (Καζάκος, ΕΕργΔ 2011, σελ. 628 επ., Ζερδελής, ΕΕργΔ 2012, σελ. 65 επ., Λεβέντης, ΔΕΝ 2017, σελ. 789 και από νομολογία ενδεικτικά ΜονΠρΘεσσ 28125/2011 ), το οποίο μπορεί να ασκηθεί και κατά τις διαπραγματεύσεις με τον εργοδότη και κατά την διενέργεια της διαιτησίας, κατά το γράμμα του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 1892/1990 (ΜονΠρΘεσσ 13154/2015). Η επαναφορά της δυνατότητας επιστράτευσης των απεργών δεν καταργεί αυτήν την δυνατότητα, αλλά αντίθετα, βρίσκει μπροστά της συνταγματικά εμπόδια στην απαγόρευση καταναγκαστικής εργασίας (βλ. Καζάκο, ΣυλλΕργΔικ, σελ. 806-807, ΜονΠρΑθ 343/2011, ΕΕργΔ 2011 σελ. 263).

      6. Είναι προφανές, ότι στο πεδίο της πλήρους διάλυσης του εργατικού κινήματος, τέτοιες κινήσεις δεν αποτελούν κάτι απλό. Λείπουν οι δυνάμεις, τα αντανακλαστικά, και κυρίως, η εμπιστοσύνη του σώματος των εργαζομένων στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα. Η ταχεία υπέρβαση της διαλυτικής κατάστασης είναι επιτακτική, καθώς τα περιθώρια για δράσεις υφίστανται και πάντα θα υφίστανται, όσο η δουλειά των εργαζομένων κρατάει όρθια όλη την κοινωνία. Σήμερα, αλλά και στην μετά-κορωνοϊού εποχή, οι εργαζόμενοι θα έρθουν αντιμέτωποι με μία μεγάλη ισοπέδωση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, των αποδοχών, του επιπέδου διαβίωσης τους. Και με αυτό, πρέπει να προετοιμαστούν να λογαριαστούν. Σε κάποια πλαίσια, υπάρχουν δυνατότητες πίεσης από τα τώρα.
(επιμέλεια: Δ.Π, ΜΔΕ Αστικού, Αστικού δικονομικού και Εργατικού Δικαίου)





Σχόλια