Νομοσχέδιο ισοπέδωσης του ωραρίου, της συνδικαλιστικής δράσης, της απεργίας

Η ανακοίνωση των βασικών ρυθμίσεων που θα περιλαμβάνει το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά, στο πρόσφατο υπουργικό συμβούλιο, έρχεται να επιβεβαιώσει τον Μητσοτάκη που έλεγε ότι «θα ηχήσουν τύμπανα πολέμου». Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ηχήσουν για τον κόσμο της εργασίας, καθώς οι βασικές αλλαγές του νομοσχεδίου έρχονται να αποτελειώσουν τα εναπομείναντα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των εργαζομένων και το προστατευτικό πλαίσιο που συγκροτούσαν.

Συγκεκριμένα η απορρύθμιση κινείται στα εξής επίπεδα:

Α) αύξηση και «απελευθέρωση» των υπερωριών

Ο νέος νόμος θα προβλέπει σημαντική αύξηση των υπερωριών που μπορούν να πραγματοποιήσουν οι εργαζόμενοι. Με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (ν. 3385/2005) στην πλειοψηφία των κλάδων προβλέπεται η πραγματοποίηση μέχρι 120 ωρών υπερωριακής απασχόλησης και σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις 90 ωρών ανά έτος. Αναμένεται τόσο να αυξηθεί σημαντικά το πλαφόν των 120 ωρών όσο και η εξίσωση των υπερωριών σε βιομηχανίες με τους υπόλοιπους κλάδους.

Η αλλαγή αυτή έρχεται ενώ ήδη η υπερωριακή απασχόληση κυριαρχεί στην αγορά εργασίας, όπου σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ- ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση καταγράφεται ότι πριν την πανδημία το 73% των απασχολούμενων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά[i]. Η εικόνα αυτή μάλιστα αφορά τις καταγραφόμενες υπερωρίες και όχι τη «μαύρη» και κατά κανόνα απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση. Εν ολίγοις, η νέα ρύθμιση ενισχύει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων μέσω αυτής και όχι με νέες προσλήψεις.

Περαιτέρω, προβλέπεται η ημερήσια απασχόληση εργαζομένων έως 10 ώρες κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή για τις υπερωρίες, εφόσον ο εργοδότης εντός εξαμήνου προβεί σε αντίστοιχη μείωση ωρών σε άλλες εργάσιμες ημέρες ή στη χορήγησή τους με τη μορφή ρεπό ή ημερών άδειας. Η ρύθμιση αυτή είναι ήδη νομοθετημένη (τελευταία με το ν. 3896/2011). Πρόκειται για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, που προέβλεπε περιόδους αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης εντός του έτους, θέτοντας ως όριο από τον συμψηφισμό αυτών των περιόδων ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας να παραμένει στις 40 ώρες. Έτσι, μέσος όρος 40 ωρών μπορεί να σημαίνει μία εβδομάδα 32 ωρών και μία εβδομάδα 48 ωρών εργασίας. Οι ώρες υπερεργασίας μέσα σε  αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν θα αμείβονται, αλλά θα μπαίνουν σε 6μηνη τράπεζα χρόνου, από την οποία μεταγενέστερα ο εργαζόμενος θα μπορεί να λάβει είτε ρεπό είτε άδεια είτε μείωση του 8ώρου χωρίς μείωση των αποδοχών. Απροσδιόριστο ακόμα παραμένει τι θα συμβαίνει με τις παράνομες υπερωρίες, πέραν του 10ώρου.

Με το ισχύον πλαίσιο, για την επιβολή της διευθέτησης του χρόνου εργασίας απαιτούνταν ο καθορισμός της είτε με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση είτε με συμφωνία του εργοδότη με τη συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης. Η πρόβλεψη αυτή άφησε το συγκεκριμένο νόμο ουσιαστικά ανεφάρμοστο αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό ο νέος νόμος επιφέρει αλλαγή, παρέχοντας στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιβάλει το σύστημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας με άδεια του Α.Σ.Ε (Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας) μετά από προσφυγή του, αν δεν είναι εφικτό να υπογραφεί συλλογική σύμβαση. Η νέα ρύθμιση, «απονομιμοποιεί» σε ένα ακόμη πεδίο των εργασιακών σχέσεων το ρόλο και τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και κυρίως «απελευθερώνει» την προσφυγή σε ένα σύστημα «ευέλικτης» διαμόρφωσης του ωραρίου, με απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση.

Οι αλλαγές στις υπερωρίες θα έρθουν να προστεθούν στο νέο τοπίο των εργασιακών σχέσεων, που αναμορφώνονται βίαια για άλλη μια φορά μέσα και μέσω της πανδημίας. Η αποστροφή Βρούτση ότι «η ευελιξία θα έχει ως πυλώνα το 8ωρο και το 40ωρο» είναι απόλυτα ψευδής. Είναι σαφές ότι, σε συνδυασμό με την γενίκευση της τηλεργασίας, προωθείται και νομοθετικά ένα νέο μοντέλο εργασίας/εργαζομένων, όπου ρευστοποιούνται βασικές σταθερές όπως το ωράριο και ο τόπος εργασίας και εντείνεται η εκμετάλλευση των μισθωτών.

Η αβεβαιότητα της χρονικής στιγμής και της διάρκειας που ο εργαζόμενος θα κληθεί να παρέχει την εργασία του, ανάλογα με τις ορέξεις του εργοδότη, εξαφανίζει κάθε δυνατότητα οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου, τον εισάγει σε μία κατάσταση διαρκούς εργασιακής ετοιμότητας. Ο εργαζόμενος με την διαρκή κατάσταση ετοιμότητας και την τηλεργασία, δέχεται μία πολύ ισχυρή εισβολή στον προσωπικό του χρόνο, είτε εργάζεται και δεν γνωρίζει τον υπολειπόμενο χρόνο εργασίας του για την εβδομάδα, είτε αναμένει σε ετοιμότητα την διαταγή του εργοδότη προς παροχή της εργασίας του. Φορτώνεται δε επιπλέον εργασιακό στρες και πίεση, για τα οποία θα αποζημιωθεί με…. ρεπό, τα οποία ήδη ποτέ δεν δίνονται!

Β) Προειδοποίηση απόλυσης με απαγόρευση προσέλευσης

Νέα διάταξη θα επιτρέπει στον εργοδότη να απαγορεύσει την προσέλευση του εργαζομένου στον χώρο εργασίας από την στιγμή της προειδοποίησης μέχρι την λύση της σχέσης εργασίας. Αν ο εργαζόμενος τηρήσει την υποχρέωση θα λάβει την αποζημίωσή του. Βέβαια, η απόλυση με προειδοποίηση μειώνει στο μισό την αποζημίωση του εργαζομένου!

Αυτή η διάταξη αποτελεί κρυφό πόθο των εργοδοτών, καθώς στην πράξη είχαν αναγκαστεί να αποφεύγουν την απόλυση με προειδοποίηση. Και αυτό γιατί, προειδοποιώντας νωρίτερα τους εργαζομένους, αυτοί είχαν τον χρόνο να προσφύγουν στις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές για όλες τις δεδομένες παρατυπίες και παρανομίες του εργοδότη, αλλά και να οργανωθούν με τους συναδέλφους και τα σωματεία τους. Τώρα, θέλοντας να εφαρμόσουν την απόλυση με προειδοποίηση, ώστε να δίνουν μικρότερες αποζημιώσεις, θεσπίζουν απαγόρευση προσέλευσης στο χώρο εργασίας. Παράλληλα, γλιτώνουν από το μικρόβιο της οργάνωσης και διεκδίκησης, ενώ ταυτόχρονα ποινικοποιούν την δράση συνδικαλιστών, θεσπίζουν την ποινική δίωξη ως λόγο απόλυσης και αφαιρούν αρμοδιότητες από την Επιθεώρηση Εργασίας: έτσι, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πετυχαίνουν την σιγή του εργαζομένου και την πληρωμή μισής αποζημίωσης.

Γ) Περιορισμοί στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τη δράση τους, χτύπημα του δικαιώματος απεργίας

Ο νέος νόμος διακηρυκτικά έρχεται να «εκσυγχρονίσει» το συνδικαλιστικό νόμο, τροποποιώντας «αναχρονιστικές διατάξεις». Στην πραγματικότητα στοχεύει στο μεγαλύτερο έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στην περαιτέρω θεσμική αποδυνάμωσή τους και στην ποινικοποίηση της δράσης τους, στο πεδίο της απεργίας. Αρχικά, προβλέπεται ότι ικανότητα συλλογικής διαπραγμάτευσης, συμμετοχής σε διαδικασίες συλλογικών διαφορών κλπ θα έχουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν εγγραφεί στα ψηφιακά Μητρώα. Τα σωματεία δηλαδή δεν νομιμοποιούνται με βάση τη νομότυπη σύσταση και λειτουργία τους (κατά τον Α.Κ και το ν. 1264/82) και την εκπροσώπηση των εργαζομένων, αλλά με βάση την παράδοσή τους στον έλεγχο του κράτους.

Αναφορικά με την απεργία, το χτύπημα στοχεύει τόσο στη διαδικασία για την κήρυξή της όσο και στην ίδια την άσκηση του δικαιώματος. Τα σωματεία υποχρεούνται να παρέχουν πραγματική, πρακτική δυνατότητα ηλεκτρονικής συμμετοχής και ψήφου στη Γενική Συνέλευση, ιδίως για την κήρυξη απεργίας. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να συμπληρώσει την, ψηφισμένη από τον ΣΥΡΙΖΑ, διάταξη που απαιτεί την παρουσία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών στη Γ.Σ πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης για απεργία (άρθρο 8 ν. 1264/82 με τις αλλαγές του ν.4512/2018). Τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν κόπτονται για την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις διαδικασίες και στους αγώνες των σωματείων τους. Αντιθέτως, οι ρυθμίσεις αυτές σκοπούν στη ματαίωση της δυνατότητας λήψης απόφασης για απεργία με υψηλά όρια απαρτίας και με προϋποθέσεις που ενέχουν και τον εκφυλισμό των διαδικασιών των εργαζομένων, μετατρέποντάς τις… σε τηλεδιασκέψεις μέσω zoom.

Ως προς τη διεξαγωγή της απεργίας θα προβλέπεται ότι απαγορεύονται οι καταλήψεις χώρων και εισόδων και η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας. Αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη και όσοι μετέχουν σε αυτές τις ενέργειες τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη. Πρόκειται για μια ρύθμιση που ανοίγει το δρόμο μιας υπέρμετρης ποινικοποίησης πρακτικών συνδικαλιστικής δράσης, στο πλαίσιο της διασφάλισης μιας απεργίας. Για παράδειγμα η απεργιακή περιφρούρηση που εγγυάται τη διεξαγωγή της απεργίας, θα απαγορεύεται ως κατάληψη εισόδου; Περαιτέρω, η παρουσία απεργών που καλούν τους συναδέλφους τους να απεργήσουν αποτελεί νόμιμη συνδικαλιστική δράση ή μήπως ψυχολογική βία και πού τίθεται το όριο ανάμεσά τους; Η ποινικοποίηση και η ουσιαστική αποδυνάμωση του δικαιώματος της απεργίας, «απελευθερώνει» και την εργοδοτική αντίδραση απέναντί της, ενισχύοντας πρακτικές απεργοσπασίας. Η πρόσληψη απεργοσπαστών εξακολουθεί να απαγορεύεται (αρ. 22 ν.1264/82), αλλά πόσο εύκολο θα είναι για έναν εργαζόμενο να αντισταθεί στις εργοδοτικές πιέσεις να μην απεργήσει, γνωρίζοντας την ουσιαστική ποινικοποίηση της δυνατότητας του σωματείου να υπερασπίσει την απεργία;

Στις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους είναι κρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ θεσμοθετείται προσωπικό ασφαλείας τουλάχιστον 40%. Η προσθήκη ενός τέτοιου ποσοστού στην ήδη υπάρχουσα διάταξη, θεσμοθετεί στις επιχειρήσεις αυτές ένα μοντέλο «θα απεργείτε αλλά θα είναι σαν να μην απεργείτε», σε αντίθεση με την ίδια τη φύση του δικαιώματος της απεργίας που εμπεριέχει τόσο την πρόκληση ζημίας στον εργοδότη όσο και πιθανά στο κοινωνικό σύνολο.

Οι παραπάνω ρυθμίσεις περιστέλλουν  ακόμη περισσότερο το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα, την συλλογική αυτονομία και το δικαίωμα απεργίας. Ειδικά το δικαίωμα απεργίας, παρά τη συνταγματική του αναγνώριση (αρ. 23§2 Σ.) είναι εξαιρετικά κακοποιημένο στη δικαστική του αντιμετώπιση. Χαρακτηριστικά, με το υφιστάμενο πλαίσιο του ν. 1264/82 την περίοδο 2009-2014 στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης από τις 300 αποφάσεις για απεργίες οι 264 κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές και μόνο 26 νόμιμες[ii]. Ας αναλογιστούμε πώς θα διαμορφωθούν οι αριθμοί με το νέο νόμο. Αντίστοιχα, το βασικό συνδικαλιστικό δικαίωμα θα δοκιμαστεί σοβαρά, καθώς η αφαίρεση της συλλογικής ζωής των συνδικαλιστικών οργανώσεων τους αφαιρεί τόσο κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο οργάνωσης των εργαζομένων, όσο και όποια διαπραγματευτική και συνεκτική ισχύ.

Απαιτείται ουσιαστική απάντηση

Είναι σαφές, ότι το προωθούμενο νομοσχέδιο δεν έρχεται να χτυπήσει ένα ισχυρό εργατικό, συνδικαλιστικό κίνημα και δεν θα βρει ένα τέτοιο απέναντί του. Μοιάζει περισσότερο να έρχεται να «κλειδώσει» και θεσμικά το συσχετισμό απέναντι σε έναν ευρισκόμενο σε κρίση εργατικό συνδικαλισμό, που μετράει αδυναμίες και υποχωρήσεις. Οι λόγοι της κρίσης είναι πολλοί. Σαφώς, τεράστιο ρόλο έχει παίξει ο κυβερνητικός συνδικαλισμός, οι παρατάξεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που δημιούργησαν μια εντελώς απωθητική εικόνα και συκοφάντησαν τον συνδικαλισμό, με συνδικαλιστικές ηγεσίες σε συνδιαλλαγή αντί για αντιπαράθεση με τους εργοδότες ή το κράτος, με συνδικαλιστές κρατικοδίαιτους, μακριά από τους εργασιακούς χώρους, να λειτουργούν για πάρτη τους και να μεταπηδούν σε κρατικές θέσεις. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εξαντλείται εκεί. Η αδυναμία των συνδικάτων στη δεκαετία των μνημονίων να ορθώσουν αποτελεσματικές αντιστάσεις στο σάρωμα μισθών και δικαιωμάτων αλλά και η, σε γενικές γραμμές, αδυναμία να κερδηθούν πράγματα ή να διατηρηθούν μεγάλα και μικρά κεκτημένα στους εργασιακούς χώρους, βαραίνουν και αυτά. Εν προκειμένω, οι δυνάμεις της αριστεράς δεν βρίσκονται εκτός κάδρου.

Απέναντι στην κρίση αυτή δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις. Δεν αρκούν κάποια «καθαρά», από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, σωματεία. Ιδιαίτερα, σε σχέση με τη νέα γενιά εργαζομένων, που εργάζεται επισφαλώς και βιώνει στο πετσί της τις συνέπειες της κρίσης στις εργασιακές σχέσεις, που είτε δεν πρόλαβε δικαιώματα είτε τα αγνοεί, πρέπει να δοκιμαστούν μορφές, αιτήματα, διεκδικήσεις προκειμένου να κερδηθούν από το συνδικαλισμό και τα σωματεία. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες ενάντια στο νομοσχέδιο θα πρέπει να οργανωθούν, όμως τα μεγάλα λόγια που θα ακουστούν από το ΠΑΜΕ και τα λεγόμενα «ταξικά» συνδικάτα (δε θα περάσει, casus beli, ξεσηκωμός κοκ) κρύβουν τις χρόνιες και δομικές αδυναμίες του εργατικού κινήματος. Τις λογικές συνδιαχείρισης με το κράτος, το συντεχνιακό συνδικαλισμό, την αντιενωτική λογική που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα σα δεξαμενή ψήφων για το «κόμμα», για να μιλήσουμε για κάποια από τα πιο βασικά προβλήματα. Αναγκαία η μάχη ενάντια στο νέο νομοσχέδιο, επίσης όμως αναγκαία η αναμέτρηση με την κατάσταση του εργατικού κινήματος, για να μη μετράμε μόνο ήττες, υποχωρήσεις και… μεγάλα λόγια!

[i] Έκθεση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σελ. 75-76

[ii] Χρ. Σεβαστίδης, Το δικαίωμα απεργίας & ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του, σελ. 9


(Επιμέλεια: Ν. Ν., ΜΔΕ Εργατικού Δικαίου, ασκούμενος δικηγόρος Αθηνών και μέλος της Κίνησης Ασκούμενων δικηγόρων)

πηγή: antapocrisis.gr



 



Σχόλια