Για την εγκύκλιο σχετικά με το δικαίωμα μαρτυρικών καταθέσεων των Δημοσίων Υπαλλήλων


«Θεσμική εκτρόπα χωρίς ντρόπα...»

 

          Ο παραπάνω στίχος του Μιθριδάτη είναι παραπάνω από αρκετός για να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει με την εγκύκλιο που είδε το φως της δημοσιότητας την 1η Ιουνίου, η οποία υπογράφεται από νομική σύμβουλο του Κράτους και απευθύνεται προς όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Σύμφωνα την εγκύκλιο, απαγορεύεται στους υπαλλήλους του Υπουργείου να καταθέτουν ως μάρτυρες σε δίκες που ενάγεται το ελληνικό Δημόσιο, ενώ η κατάθεσή τους σε περίπτωση που έχουν κληθεί χαρακτηρίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα και ποινικό αδίκημα που επισύρει αντίστοιχες κυρώσεις. Σημειώνεται, ωστόσο, εμφατικά πως οι υπάλληλοι του Υπουργείου μπορούν να καταθέτουν ως μάρτυρες μόνο «προς επίρρωση των ισχυρισμών του Δημοσίου» και «κατόπιν συνεννόησης με τον χειριστή της υπόθεσης».

            Το επίμαχο έγγραφο δεν επικαλούνταν καμία απολύτως διάταξη του νόμου για να υποστηρίξει τα όσα γράφονται. Τι προβλέπει όμως ο νόμος;

            Σύμφωνα με το άρθρο 209 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «Αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στον κώδικα», ενώ το άρθρο 212 παρ. 1 προβλέπει ότι «1. Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία:[...]β) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός με αίτηση της δικαστικής αρχής ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως τους εξουσιοδοτήσει σχετικά». Προκύπτει λοιπόν ότι κατά την ποινική διαδικασία οι δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες, εφόσον κληθούν, με μοναδική εξαίρεση να αφορά τα στρατιωτικά ή διπλωματικά μυστικά που αφορούν την ασφάλεια του κράτους.

               Όσον αφορά τις μαρτυρικές καταθέσεις (ή ένορκες βεβαιώσεις) στο πλαίσιο διοικητικής δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των Τ.Δ.Δ., το άρθρο 182 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπει επίσης την υποχρέωση μαρτυρίας που βαραίνει τον μάρτυρα, ενώ το άρθρο 183 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι «  1. Αποκλείεται να εξεταστούν ως μάρτυρες: [...] β) Όσοι κατέχουν αξίωμα ή ασκούν λειτούργημα ή επάγγελμα, για όσα θέματα τους έχουν εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, εφόσον η φύση των θεμάτων τούτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, επιβάλλει την εχεμύθεια. [...] Αν πρόκειται για υπαλλήλους του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δίκαιου, ο αποκλεισμός μπορεί να αρθεί μόνο ύστερα από σχετική έγγραφη άδεια του οικείου Υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου του νομικού προσώπου [...]» και ότι «2. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση και έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να εξεταστούν ως μάρτυρες: α) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περ. β της προηγούμενης παραγράφου, για όσα θέματα περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του αξιώματος ή του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους ή συνιστούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό τους απόρρητο». Από τα παραπάνω προκύπτει πρώτον, ότι ο δημόσιος υπάλληλος αποκλείεται ως μάρτυρας μόνο όταν συγκεκριμένες διατάξεις επιβάλλουν την εχεμύθεια (στην πράξη, και πάλι περιπτώσεις που αφορούν διπλωματικά/ στρατιωτικά μυστικά και την εν γένει εθνική ασφάλεια) και δεύτερον ότι ο υπάλληλος δικαιούται (και δεν υποχρεούται) να αρνηθεί την μαρτυρία για θέματα που περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του (κι αυτό μόνο αν ερμηνευτικά γίνει δεκτό ότι ασκεί «αξίωμα ή λειτούργημα ή επάγγελμα»). Σημειώνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση αποκλεισμού μάρτυρα, η απόφαση περί συνδρομής των λόγων αποκλεισμού ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο και όχι στην υπηρεσία του ή τον «χειριστή της υπόθεσης» εκ μέρους του ΝΣΚ.

               Αντίστοιχη είναι και η ρύθμιση του άρθρο 400 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες [...] 2) δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία ή όχι για πραγματικά γεγονότα για τα οποία υπάρχει καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός επιτρέψει να εξεταστούν».

            Μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν (μεταξύ άλλων από την Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, την ΑΔΕΔΥ, σωματείο συμβασιούχων Υπηρεσίας Ασύλου κ.ά) η υπογράφουσα την εγκύκλιο νομική σύμβουλος εξέδωσε συμπληρωματικό έγγραφο διευκρινήσεων στο οποίο αναφέρει ότι η εγκύκλιος σχετίζεται με συγκεκριμένες εργατικές διαφορές που πρόκειται να συζητηθούν το προσεχές διάστημα και αφορά σε συμβασιούχους της Υπηρεσίας Ασύλου (οι οποίοι το Μάιο του 2020 κέρδισαν σε υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων που αφορούσε την λήξη των συμβάσεών τους). Επιπλέον, το έγγραφο επικαλείται το άρθρο 26 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) που προβλέπει ότι «1. Ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για θέματα που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα από τις κείμενες διατάξεις. Οφείλει επίσης να τηρεί εχεμύθεια σε κάθε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ` ευκαιρία αυτών (...)». Τονίζουμε ότι μετά τις ανωτέρω «διευκρινίσεις» και παρά τις αντιδράσεις τόσο το αρχικό όσο και το διευκρινιστικό έγγραφο παραμένουν σε ισχύ, δεν έχουν ανακληθεί και συνεχίζουν να διακινούνται κανονικά στις υπηρεσίες του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου. Μάλιστα, ο αρμόδιος Υπουργός Νότης Μηταράκης παρείχε πλήρη κάλυψη στην συντάκτρια του εγγράφου, επικαλούμενος τη σχετική διάταξη του Υπαλληλικού Κώδικα, παρά το γεγονός ότι τέτοιου είδους κάλυψη δεν της παρείχε ούτε το ίδιο το ΝΣΚ.

            Ο βασικός σκοπός του εγγράφου είναι προφανής και συνίσταται στην τρομοκράτηση των υπαλλήλων και στην –ακόμη μεγαλύτερη- ενίσχυση της δικονομικής θέσης του Δημοσίου. Η αποδοχή μιας τέτοιας «νομικής ερμηνείας» και η γενίκευση μιας πρακτικής απαγόρευσης των μαρτυριών των δημοσίων υπαλλήλων, πέραν του γεγονότος ότι παραβιάζει πλείστες όσες αρχές του κράτους δικαίου (δίκαιη δίκη, αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων κ.ά), θα έχει άμεσες και βαρύτατες συνέπειες τόσο για όσους αντιδικούν με το δημόσιο όσο και για τους ίδιους τους υπαλλήλους. Θα σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι συνάδελφοι ενός υπαλλήλου που υφίσταται πειθαρχική δίωξη ή χάνει την θέση του δεν θα μπορούν να καταθέσουν υπέρ του, με αποτέλεσμα να μένει έκθετος απέναντι σε αυθαίρετες διώξεις.  Το γεγονός μάλιστα ότι με το διευκρινιστικό έγγραφο γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες, εκκρεμείς εργατικές διαφορές αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας και ποιος ήταν ο επιδιωκόμενος σκοπός αλλά και τον παράνομο χαρακτήρα του εγγράφου. Κι αυτό γιατί τα ζητήματα που αφορούν την εργασιακή σχέση και την επιμελή ή μη εκπλήρωση των καθηκόντων των συμβασιούχων υπαλλήλων δεν εμπίπτουν σε καθεστώς εχεμύθειας «κατά την κοινή πείρα και λογική των πραγμάτων», με δεδομένο ότι η τελευταία αυτή αόριστη νομική έννοια θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά, καθώς εισάγει εξαίρεση από την γενική υποχρέωση μαρτυρίας και δύναται να θίξει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα απόδειξης), όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

            Αυτό που γίνεται επίσης σαφές είναι ότι για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου «κοινή πείρα και λογική των πραγμάτων» αποτελεί η διά της τρομοκράτησης διάλυσης κάθε έννοιας συναδελφικής αλληλεγγύης μεταξύ των υπαλλήλων, συμβασιούχων ή μονίμων. Το επιτελικό κράτος της ΝΔ θα απολύει ελεύθερα, θα διώκει συνδικαλιστές, θα επαναπροωθεί παράνομα αιτούντες άσυλο κ.λ.π. χωρίς πολλές-πολλές αμφισβητήσεις και αντιδικίες (άλλωστε αυτά κοστίζουν και σύμφωνα με τον υπό ψήφιση νέο οργανισμό του ΝΣΚ οι εργαζόμενοι και οι υπηρεσίες του θα πρέπει να μειωθούν δραστικά).

            Η μόνη οδός για την επαναφορά στην νομιμότητα είναι η ανάκληση των επίμαχων εγκυκλίων και η παροχή διευκρινήσεων σε σχέση με την πραγματική έκταση της υποχρέωσης των δημοσίων υπαλλήλων να καταθέσουν ως μάρτυρες. Την αξιολόγηση δε της δικονομικής συμπεριφοράς του Δημοσίου στο πλαίσιο των συγκεκριμένων εργατικών διαφορών που εκκρεμούν θα την αφήσουμε στο αρμόδιο δικαστήριο. Αυτό που δεν πρέπει όμως να επιτρέψουμε ούτε ως νομικοί ούτε ως πολίτες είναι η συνέχιση της θεσμικής κατρακύλας και η επιστροφή σε προ-νεωτερικές αντιλήψεις και πρακτικές περί κράτους. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η τήρηση της νομιμότητας από το κράτος δεν είναι ούτε δεδομένες ούτε κεκτημένες. Αποτελούν διαρκές πεδίο διεκδίκησης εντός αλλά κυρίως εκτός των δικαστικών αιθουσών.




Σχόλια