Συνέντευξη από τον καθηγητή Άγγελο Στεργίου για το ασφαλιστικό και τις επικείμενες αλλαγές

Ως Κίνηση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης θέσαμε ορισμένες ερωτήσεις στον καθηγητή Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης στο ΑΠΘ, Άγγελο Στεργίου σχετικά με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Κοινωνική Ασφάλιση. 


Που ακριβώς εδράζονται οι κυρίαρχες αναθεωρητικές τάσεις στην κοινωνική Ασφάλιση, που φαίνεται να κερδίζουν έδαφος στις μέρες μας;

Η Κοινωνική Ασφάλιση, όπως τουλάχιστον την μάθαμε στην Ευρώπη, αποτέλεσε το βασικό στήριγμα του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, στυλοβάτη της μεσαίας τάξης, με ρόλο εξισορροπητικό απέναντι στις ακραίες κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις. Σήμερα δεν χρειάζεται να υποστηρίξουμε μόνο την ανάγκη ύπαρξης της Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά και την συγκεκριμένη μορφή της, που παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματά της, μπορούσε και μπορεί να οικοδομεί μία ορισμένη ευημερία για τα μεσαία και μικρά στρώματα.

Το σύστημα που γνωρίσαμε διέκρινε τους τρεις πυλώνες εκ των οποίων ο πρώτος, της κύριας ασφάλισης, που περιλαμβάνει ασφάλιση υγείας - πρόνοια - σύνταξη, είναι υποχρεωτικός, ενώ ο δεύτερος, της επαγγελματικής ασφάλισης, και ο τρίτος, της  ατομικής ιδιωτικής ασφάλισης, είναι προαιρετικοί. Το δε σύστημα είναι αναδιανεμητικό, με στοιχεία ανταποδοτικότητας. Η λογική που κρύβεται πίσω από αυτό το σύστημα είναι η συλλογική κάλυψη των κοινωνικών κινδύνων, η αναδιανεμητική λειτουργία και η αλληλεγγύη, διεπαγγελματική και διαγενεακή.

Η διάρθρωση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης αντικατοπτρίζει την εκάστοτε επιλογή γύρω από τον τρόπο αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ των πολιτών. Κινείται στις παρυφές του νομικού κόσμου, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα κυρίως πολιτικό. Το συνταξιοδοτικό αποτελούσε πρόβλημα ήδη από τη δεκαετία του ‘90. Ήταν απλά η ρητορεία της κρίσης -μίας κρίσης που ξέσπασε για λόγους παιδαγωγικούς και παραδειγματισμού- που αποτέλεσε την τέλεια ευκαιρία για αλλαγές.

Είναι βέβαια γεγονός ότι σήμερα η «μεσαία τάξη» (κατά προσέγγιση με εισόδημα ετησίως 20.000 – 50.000 ευρώ), για την οποία δημιουργήθηκε εξ’ αρχής το κοινωνικό κράτος, δεν το αξιοποιεί. Η υποβάθμιση των παροχών του Δημοσίου την οδηγεί σε αναζήτηση ιδιωτικών πηγών ικανοποίησης των αναγκών της (π.χ. υγεία). Αυτό διαμορφώνει μία δυσφορία στα στρώματα εκείνα της κοινωνίας, που βασικά επωμίζονται το κόστος της Κοινωνικής Ασφάλισης και τα οποία νιώθουν ότι πληρώνουν κυρίως για να απολαμβάνουν άλλοι τα οφέλη.

Σε αυτό το κλίμα, ακούγονται διάφορες προτάσεις, κυρίως από φωνές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, για την σταδιακή εισαγωγή του ιδιωτικού οικονομικού στοιχείου στην Κοινωνική Ασφάλιση. Με βάση όλο αυτό το κοινωνικό κλίμα, προβάλλουν μία εικόνα ότι η μεσαία τάξη, που βασικά συντηρεί τον μηχανισμό της Κοινωνικής Ασφάλισης χωρίς να απολαμβάνει τα οφέλη της, θα πρέπει να ακολουθήσει και κάποιον διαφορετικό ασφαλιστικό δρόμο.

Τι ακριβώς προτείνουν επ’ αυτού;

Χωρίς να το λένε ανοιχτά, προτείνουν την διόγκωση του ιδιωτικού στοιχείου στην Κοινωνική Ασφάλιση, που πρακτικά σημαίνει την σμίκρυνση του Δημοσίου. Σύμφωνα με τις προτάσεις τους, μέσα από τη δημιουργία -υποχρεωτικών και κεφαλαιοποιητικών- επαγγελματικών Ταμείων, που ανήκουν στο δεύτερο πυλώνα της Κοινωνικής Ασφάλισης, είναι δυνατόν να διορθωθεί η ανωτέρω «αδικία». Βέβαια κανείς δεν στρέφεται στην ιδιωτική ασφάλιση αν είναι ικανοποιητικές οι παροχές της δημόσιας. Έτσι, για να μπορέσει να αναπτυχθεί ο δεύτερος πυλώνας, όπως τον οραματίζονται, θα μειώσουν τον πρώτο, θα καταστήσουν τις παροχές της δημόσιας ασφάλισης τόσο μηδαμινές που θα είναι αδύνατη η αξιοπρεπής διαβίωση χωρίς το συμπλήρωμα της ιδιωτικής ασφάλισης. 

Αυτή η πολυπόθητη απόσυρση του κράτους και η σταδιακή στροφή σε άλλες μορφές ασφάλισης έχει ακουστεί για διάφορους κλάδους, που ακούγεται ότι θα αποσπαστούν από τον ΕΦΚΑ (έμποροι, δικηγόροι κ.ο.κ.). Ας θυμόμαστε όμως ότι η επιθυμία για απόσπαση από τον ΕΦΚΑ μεταφράζεται ως επιθυμία μη συμμετοχής στην κάλυψη των κοινωνικών κινδύνων των άλλων επαγγελματικών κατηγοριών, στην ουσία ως μία σεχταριστική επιθυμία μη αλληλεγγύης.

Τα Επαγγελματικά Ταμεία βέβαια υπάρχουν και σήμερα. Αυτό, όμως, που υπάρχει ως τάση για αλλαγή αφορά το βάρος που κατέχουν στο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης και τον χαρακτήρα τους. Μέχρι σήμερα, το βάρος για την ασφάλιση των πολιτών πέφτει στον πρώτο πυλώνα, στην υποχρεωτική ασφάλιση υπό κρατική μέριμνα. Η σταδιακή απομείωση του ρόλου του κράτους, μέσα από την μείωση των εισφορών και της κρατικής χρηματοδότησης των ταμείων και συνακόλουθα την μείωση των παροχών, θα προσφέρει το έδαφος που χρειάζεται η ιδιωτική ασφάλιση του δεύτερου πυλώνα -όπως παρουσιάζεται- για να αναπτυχθεί.  

Από την άλλη, σήμερα η ασφάλιση στα εκάστοτε επαγγελματικά ταμεία είναι προαιρετική. Είναι μείζον ερώτημα το πως θα την καταστήσουν υποχρεωτική. Βέβαια στα Ταμεία του δεύτερου πυλώνα συμμετέχεις βάσει επαγγελματικών χαρακτηριστικών και όχι ατομικών.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι σε αυτήν την μορφή Ασφάλισης;

Στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ελλοχεύουν δύο βασικοί κίνδυνοι, οι οποίοι περίτεχνα αποκρύπτονται. Πρώτον, το ρίσκο των επενδύσεων βαρύνει τον ασφαλισμένο. Όταν λέμε ότι τα επαγγελματικά ταμεία θα είναι κεφαλαιοποιητικά εννοούμε ότι οι εισφορές που καταβάλλονται θα επενδύονται και μετά θα επιστρέφουν στους ασφαλισμένους, κυρίως με ανταποδοτικά - αναλογιστικά κριτήρια. Τι γίνεται όμως αν η επένδυση δεν αποδώσει κέρδος ή και χαθεί ολότελα; Τι θα προσφέρει τότε το Ταμείο στον ασφαλισμένο; Τα συστήματα που στηρίζονται στην λογική της αποταμίευσης είναι ευαίσθητα σε κάθε αλλαγή στην οικονομία.

Δεύτερον, τα Επαγγελματικά Ταμεία, υπό αυτόν τον τρόπο λειτουργίας, έχουν μεγάλο διαχειριστικό κόστος, το οποίο θα επωμιστεί ο ασφαλισμένος. Από κοινωνική αλλά και οικονομική άποψη, οι απόψεις αυτές είναι εντελώς εκτός της λογικής της κοινωνικής ασφάλισης και της αλληλεγγύης και στηρίζονται στον ατομισμό.

Πώς θα μπορούσε να υπάρξει ένα συλλογικό ανταποδοτικό σύστημα, εφόσον υφίστανται πραγματικά προβλήματα σε αυτό;

Υπάρχει όντως πρόβλημα με την μεσαία τάξη. Αυτό, όμως, καταρχήν ξεκινά από την υποβάθμιση του Δημοσίου και των παροχών του, λόγω κρίσης και περικοπών. Θα έπρεπε, αντί να αναζητούμε τρόπους να αποχωρήσει η μεσαία τάξη από το σύστημα, με συνέπεια αυτό να καταρρεύσει εντελώς, να βρεθούν τρόποι ώστε να αξιοποιεί η μεσαία τάξη και αυτή το σύστημα. Η παραμονή στον ΕΦΚΑ των ελεύθερων επαγγελματιών για παράδειγμα είναι απολύτως αναγκαία: είναι άλλης τάξης ζήτημα, αν υπήρξε σεβασμός στις ιδιαιτερότητες του ελεύθερου επαγγέλματος, αν σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση με τον μισθωτό.

Η κοινωνική ασφάλιση πρέπει να βρει καινούριους τρόπους να χρηματοδοτηθεί. Οι εισφορές έχουν ήδη φτάσει στο ανώτατο σημείο που θα μπορούσαν, ενώ η γήρανση του πληθυσμού απειλεί την βιωσιμότητα του συστήματος. Θα μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε από τον κλάδο των δημοσιογράφων. Οι εργοδότες καλούνται να καταβάλλουν στον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης (ΕΔΟΕΑΠ) 2% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών τους. 

Η αγορά εργασίας αλλάζει και αυτή την αλλαγή πρέπει να ακολουθήσει και η κοινωνική ασφάλιση. Πλέον σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων χρειάζεται λιγότερους εργαζομένους για να λειτουργήσει  λόγω της τεχνολογικής προόδου ή της φύσης της επιχείρησης. Αυτές οι επιχειρήσεις όμως τώρα συμμετέχουν λιγότερο στην κοινωνική ασφάλιση απ’ ότι όσες απασχολούν πολλούς εργαζομένους, ενώ μπορεί να έχουν πολλά περισσότερα έσοδα. 

Η χρηματοδότηση των Συνταξιοδοτικών Ταμείων στη βάση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων μπορεί να εξισορροπήσει και τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων αυξημένου προσωπικού και επιχειρήσεων αυξημένου κεφαλαίου. Σε περιόδους, όμως, όπως αυτή που ζούμε, είναι εγγύηση καταστροφής η στροφή στον ατομικό δρόμο, η αποστροφή της κοινωνικής αλληλεγγύης και η διάλυση του όποιου κοινωνικού κράτους αυτή την στιγμή συντηρεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, στα πρόθυρα της οικονομικής εξαθλίωσης.

Αυτά όλα σχετίζονται με τον κλάδο των δικηγόρων;

Σχετίζονται, καθώς όπως είπαμε το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών έχει ήδη φτάσει το όριο τους. Αν σε αυτό το ποσό συνυπολογιστεί και ο φόρος εισοδήματος, ο ΦΠΑ, ο ΕΝΦΙΑ και λοιπά πάγια έξοδα, εν τέλει μένει ένα πάρα πολύ μικρό καθαρό εισόδημα, ιδίως για τους μεσαίους δικηγόρους. Οι νέοι από την άλλη, υφίστανται αυτήν την μορφή ιδιότυπου δανείου, πληρώνοντας μεν μειωμένες εισφορές τα πρώτα χρόνια,  οι οποίος όμως αναζητούνται αναδρομικά στη συνέχεια. Το βασικό όμως πρόβλημα με τους δικηγόρους, παραμένει το εργασιακό τους καθεστώς: συνεχώς διευρύνεται η μισθωτοποίηση στους κόλπους του επαγγέλματος.  Η συνεχής ανάπτυξη των δικηγορικών εταιρειών καθιστούν ένα μεγάλο κομμάτι του επαγγέλματος στην ουσία μισθωτούς, που επωμίζεται, όμως, ολόκληρο το μερίδιο των ασφαλιστικών εισφορών. 

Έτσι, κάποιος -κυρίως νέος δικηγόρος- ενώ απασχολείται και αμείβεται σαν να ήταν υπάλληλος, όταν έρχεται η ώρα των εισφορών αντιμετωπίζεται σαν αυτοαπασχολούμενος και συνεργάτης, προσθέτοντας ένα ακόμα σημαντικό βάρος στις πλάτες του. Αυτά τα ειδικά ζητήματα πρέπει να ρυθμιστούν με γνώμονα την ενίσχυση του μέσου δικηγόρου. Ειδικά για τους νέους, αυτή η μορφή δανείου πρέπει να καταργηθεί. Σε κάθε περίπτωση, οι δικηγόροι -όπως και όλοι οι ασφαλισμένοι άλλωστε- να στηρίξουν τον Ενιαίο Φορέα, χωρίς όμως να παραιτηθούν από την διαδικασία βελτίωσης των όρων υπαγωγής τους σε αυτόν.

Σχόλια