Η στοχευμένα άστοχη παρέμβαση της νέας κυβέρνησης στους ΟΤΑ

Στις 08/08 υπερψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία το λεγόμενο διυπουργικό νομοσχέδιο με τον τίτλο «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα». Το νομοσχέδιο αυτό ήταν η πρώτη πράξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη και οι επιλογές της καταδεικνύουν σαφώς την πρόθεση της να παρακάμψει δημοκρατικές διαδικασίες και να χτίσει ένα κομματικό Κράτος, υπό τον πλήρη έλεγχό της.

Εν προκειμένω, δε θα σταθούμε στο ζήτημα της εκπρόθεσμης κατάθεσης και μη συζήτησης μιας σειράς, άσχετων με το νομοσχέδιο, τροπολογιών με  αμφιλεγόμενο και αντεργατικό περιεχόμενο. Θα σταθούμε στις επιλογές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), οι οποίες εγείρουν σημαντικά ζητήματα δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης.

Ως γνωστόν, η ανάδειξη των μελών των ΟΤΑ στις 26 Μαίου έγινε με βάση το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, δίχως να δίνονται δηλαδή επιπλέον έδρες στην νικήτρια παράταξη του δημάρχου/περιφερειάρχη, ώστε να κατέχει αυτή σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον την πλεοψηφία των 3/5 των εδρών και να μπορεί να παίρνει – μόνη – αποφάσεις στα όργανα του δήμου/περιφέρειας, όπως συνέβαινε πρωτύτερα.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εκλεγμένοι στον β’ γύρο (2 Ιουνίου) δήμαρχοι και περιφερειάρχες να μην κατορθώσουν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία των εδρών στα όργανα του δήμου/περιφέρειας γεγονός που τους αναγκάζει να αναζητούν «συμμαχίες» κατά τη λήψη αποφάσεων. Δεν είναι όμως πρωτάκουστο σε μια δημοκρατία να απαιτούνται συγκλίσεις, συμβιβασμοί και διάλογος μεταξύ των εκλεγμένων προκειμένου να ληφθεί μία απόφαση. 

Τουναντίον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεωρώντας ότι τα παραπάνω εμποδίζουν την «κυβερνησιμότητα» των ΟΤΑ:

Α) διασφάλισε ότι η παράταξη του δημάρχου/περιφερειάρχη θα έχει σε κάθε περίπτωση την απόλυτη πλειοψηφία (3/5) στην Επιτροπή Ποιότητας Ζωής και στην Οικονομική Επιτροπή, διευρύνοντας μάλιστα τις αρμοδιότητες της τελευταίας.Η Οικονομική Επιτροπή έχει τον πλέον καθοριστικό ρόλο στη διοίκηση του δήμου, καθώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική του πολιτική. Ενδεικτικά, συντάσσει και ελέγχει την τήρηση του προϋπολογισμού, αποφασίζει για τη σύναψη συμβάσεων μέσω δημόσιου διαγωνισμού, αποφασίζει για το ετήσιο πρόγραμμα προσλήψεων προσωπικού κάθε κατηγορίας κ.ά. 

Β) Μάλιστα η ίδια απόλυτη πλειοψηφία θα ισχύει και για τη συγκρότηση των Διοικητικών Συμβουλίων των νομικών προσώπων των ΟΤΑ, τα 3/5 των μελών των οποίων θα υποδεικνύονται από τον δήμαρχο/περιφερειάρχη.

Γ) Επιφύλαξε τη δυνατότητα μετεκλογικής σύμπραξης παρατάξεων για την επίτευξη μετεκλογικών πλειοψηφιών αποκλειστικά στην παράταξη του δημάρχου/περιφερειάρχη. Αυτό σημαίνει ότι αποστερείται, κατ ουσίαν, η αντιπολίτευση από το δικαίωμά της να συμπράττει επίσημα και άρα από τη δυνατότητά της να διεκδικεί την πλειοψηφία του συμβουλίου. Κρίσιμο είναι δε ότι η ως άνω σύμπραξη, εφόσον γίνει, δε μπορεί να ανακληθεί και έχει χαρακτήρα πλήρους αφομοίωσης, υπό την έννοια ότι οι «συνεργαζόμενες» παρατάξεις συγχωνεύονται με εκείνη του δημάρχου/περιφερειάρχη με αρχηγό τον ίδιο.

Οι παραπάνω ρυθμίσεις θεσπίστηκαν με το επιχείρημα της ανάγκης διασφάλισης της κυβερνησιμότητας των ΟΤΑ, στη βάση της εκτίμησης ότι δίχως την ύπαρξη μίας ισχυρής και ενιαίας πλειοψηφίας ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξει ακυβερνησία και αστάθεια. Η λογική που διατρέχει όμως την ως άνω επιλογή είναι ότι ο πολιτικός διάλογος, και κατ’ επέκτασιν η πολιτική, δεν χωράει στους ΟΤΑ καθότι αυτοί προκρίνονται περισσότερο ως τεχνικά όργανα «ανάπτυξης», τα οποία δεν ασκούν πολιτική παρά καλούνται να εφαρμόσουν μια προσδιορισμένη κεντρικά οικονομική πολιτική.

Τα ως άνω ωστόσο, παραγνωρίζουν ότι οι ΟΤΑ αποτελούν ένα αποκεντρωμένο σύστημα διακυβέρνησης που θεσμοθετήθηκε προκειμένου να εξυπηρετεί καλύτερα της τοπικές ανάγκες και να «αναδεικνύεται» κάθε φορά από αυτές, ενώ το σύστημα της απλής αναλογικής σε αυτούς μπορεί να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό της τοπικής ζωής και στην πραγματική αποτύπωση της λαϊκής βούλησης στη σύνθεση των οργάνων τους. Με την αναδρομική δημιουργία πλειοψηφιών εκεί που η λαϊκή βούληση δεν το έκανε, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει να ισχυροποιήσει αυθαίρετα την θέση της στα αυτοδιοικητικά όργανα (πατώντας στην επιτυχία της στις αυτοδιοικητικές εκλογές) και να αποκλείσει από τώρα κάθε πιθανή θεσμική αντίθεση και αντίλογο απέναντι στην αντιλαϊκή της, όπως ήδη φάνηκε, πολιτική.

Σε νομικό επίπεδο, όπως υπέδειξε, ορθά, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, ο νομοθέτης μπορεί μεν κυριαρχικά να καθορίζει το πλαίσιο λειτουργίας εν γένει των ΟΤΑ καθώς και το εκλογικό σύστημα της ανάδειξης των μελών τους, ωστόσο οφείλει να σέβεται τις αρχές της ευρύτερης δυνατής λαϊκής εκπροσώπησης και της ισότητας της ψήφου (αρ. 4 παρ. 1 και 51 παρ. 3 του Συντάγματος). Το βασικότερο ζήτημα είναι ότι οι εν λόγω αλλαγές ισχύουν άμεσα με αποτέλεσμα να μεταβάλουν, ορισμένες φορές άρδην, τους συσχετισμούς υπέρ των παρατάξεων των δημάρχων/περιφερειαρχών, αλλοιώνοντας την νωπή έκφραση της βούλησης του κυρίαρχου λαού (1 παρ 1&3 Σ).

Οι νέες ρυθμίσεις για τους ΟΤΑ αποτελούν ένα ακόμη πλήγμα στην ανεξαρτησία και τη δημοκρατική λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης.Ο οικονομικός στραγγαλισμός και η υποχρεωτική υιοθέτηση των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκε στους ΟΤΑ, τόσο με τον «Καλλικράτη» όσο και με τον «Κλεισθένη», έρχεται τώρα να συμπληρωθεί και από την θεσμοθέτηση της τυρρανίας της πλειοψηφίας στα όργανα των αποφάσεων. Αίρεται ακόμη και η επίφαση δημοκρατικής λειτουργίας, την οποία προσπάθησε να ενισχύσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υιοθετώντας μια «κολοβή» απλή αναλογική, που διαστρεβλωνόταν στο β’ γύρο. Η τοπική αυτοδιοίκηση παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαχείριση της καθημερινότητάς μας και δεν πρέπει επ ουδενί να ανεχθούμε αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις που την υποβιβάζουν σε απλό «διαχειριστή» των επιλογών της κεντρικής κυβέρνησης.

Συνοψίζοντας, το νομοθετικό δείγμα γραφής της νέας κυβέρνησης υπήρξε το αναμενόμενο: καθεστωτική λογική, κουρέλιασμα του Συντάγματος, κακή νομοθέτηση, εξυπηρέτηση ημετέρων και φυσικά απόλυτη προσήλωση στο «μνημονιακό κεκτημένο» της τελευταίας 10ετίας διακυβέρνησης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ως πολίτες και ως νέοι νομικοί οφείλουμε να αποτελέσουμε την πραγματική φωνή πολιτικής και επιστημονικής κριτικής απέναντι σε μια «νέα» κυβέρνηση που αποτελεί τον πιο αυθεντικό εκφραστή του παλιού.

Σχόλια