Γιατί απέτυχε η Συν-Εργασία;

Η αποτυχία του προγράμματος Συν-Εργασία


Με βάση την Συν-Εργασία, το μέτρο επιδοτούμενης εφαρμογής εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρηση που εισήγαγε η κυβέρνηση, κατ'αναλογία του ευρωπαϊκού αντίστοιχου προγράμματος SURE, ο εργοδότης μπορεί να εφαρμόσει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρηση, μειώνοντας τον χρόνο εργασίας του εργαζομένου εως και 50%, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών του. Από το υπόλοιπο 50% χρόνος εργασίας που δεν απασχολείται ο εργαζόμενος, το κράτος καλύπτει το 60% των αποδοχών του εργαζομένου, κατά το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα. Στο σύστημα αυτό, ο εργοδότης καταβάλει το 100% των εργατικών εισφορών στο ύψος του ονομαστικού μισθού και το 70% των εργοδοτικών, εφόσον το ωράριο απασχόλησης μειώνεται κατά το 50%. Για το χρονικό διάστημα που δεν εργάζεται, το υπόλοιπο δηλαδή 50% του χρόνου εργασίας, το κράτος καταβάλλει το 60% των χαμένων αποδοχών του εργαζομένου, καθώς για το λοιπό ήμισυ της εργασίας του δεν εργάζεται. Το υπόλοιπο 20% των καθαρών μηνιαίων αποδοχών δεν καταβάλλεται και χάνεται για τον εργαζόμενο.


Στο σύστημα αυτό, υπάρχει ο όρος μη απόλυσης, απαγόρευση μεταβολής του είδους της σύμβασης εργασίας και των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου. Όλα φαντάζουν ρόδινα: ο εργοδότης επιδοτείται από το κράτος, ο εργαζόμενος κάπως στηρίζεται, οι θέσεις εργασίας διατηρούνται.
Αυτά πώς μετρήθηκαν στην πράξη;

Με μία μεγάλη αποτυχία του συστήματος: ενώ οι επιχειρήσεις που ήθελαν να υπαχθούν μπορούσαν εκ των προτέρων να δηλωθούν στο σύστημα της εργάνης, μέχρι την Κυριακή 21 Ιουνίου εντάχθηκαν 2.694 επιχειρήσεις και 30.990 εργαζόμενοι. Μέχρι το Σάββατο 27 Ιουνίου 2020 έχουν ενταχθεί περίπου 3.000 και 35.000 εργαζόμενοι: η αποθάρρυνση για το σύστημα απασχόλησης που θα ρύθμιζε την αγορά εργασίας μέχρι 15 Οκτωβρίου είναι πλήρης.

Γιατί συνέβη αυτό; Ήταν λάθος το μέτρο εξ αρχής, όπως πασχίζει να αποδείξει η πρώην Υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, επειδή είναι λάθος η αναλογία κάλυψης μισθού – ασφαλιστικών εισφορών; Ή μήπως, και πάλι το πρόβλημα είναι πόσο βαθιά μπαίνει το μαχαίρι στο κόκκαλο;

Ας ξεκινήσουμε από μία σημαντική επισήμανση: την παράλληλη δυνατότητα των εργοδοτών να εφαρμόσουν το παλιό καλό σύστημα, προ κορωνοϊού καθεστώς της μονομερώς επιβαλλόμενης εκ περιτροπής απασχόλησης, όπως ισχύει με τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 1892/1990, 2 του ν. 3846/2010 και 17 παρ. 3 του ν. 3899/2010, ενόσω υφίσταται κανονικά η δυνατότητα διενέργειας απολύσεων. Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας, ότι όταν θέλεις να ρυθμίσεις την αγορά εργασίας, δεν αφήνεις δυνητικά φθηνότερες επιλογές ανοιχτές στους εργοδότες, στηριζόμενος απλά στην καλή διάθεση τους.

Η πραγματική κατάσταση στην απασχόληση


Μετά από έρευνα της ΓΣΕΕ[i], 1 στους 3 εργαζόμενος δηλώνει ότι έχει μεταβληθεί η σχέση εργασίας του. 1 στους 7 εργαζόμενους έχασε την θέση πλήρους απασχόλησης που είχε και πλέον εργάζεται με μερική ή εκ περιτροπής. Τον Απρίλιο καταγράφηκαν 4.206 συναινετικές μετατροπές συμβάσεων απο πλήρη σε εκ περιτροπής απασχόληση, όταν τον Απρίλιο του 2019 είχαν καταγραφεί μονάχα 528. Αύξηση υπήρξε και στις μονομερείς μετατροπές συμβάσεων τον Απρίλιο, σε 1.371 έναντι 69 πέρυσι. Αυτά τα στοιχεία δεν αφορούν καθόλου τον Μάϊο και κυρίως τον Ιούνιο.

Ωστόσο, οι χαμηλές πτήσεις που καταγράφονται στο σύστημα της Συν-Εργασίας φανερώνουν ακριβώς αυτό: οι εργοδότες επέλεξαν προφανώς την πιο φθηνή και πρακτική λύση, αυτήν της εφαρμογής της εκ περιτροπής απασχόλησης μονομερώς ή συναινετικά, χωρίς ένταξη στον προστατευτικό μηχανισμό. Βέβαια, τυπικά η διαδικασία της επιβολής της εκ περιτροπής απασχόλησης ως σύστημα είναι πολυπλοκότερη διαδικασία, καθώς απαιτεί διαβούλευση με τους εργαζομένους, απόδειξη πτώσης των εργασιών της επιχείρησης κ.ο.κ. Βέβαια, ποιός θα ελέγξει τώρα, με τον πλήρη πανικό, αυτές τις προϋποθέσεις, και ποιός εργαζόμενος θα καταγγείλει αυτήν την εντελώς καταχρηστική συμπεριφορά του εργοδότη, διακινδυνεύοντας την πολύτιμη θέση εργασίας του ενόψει του κύματος των απολύσεων; Θυμίζουμε, ότι και τα τελευταία ψήγμα προστασίας από τις απολύσεις, για εργαζόμενους που είχαν τεθεί σε αναστολή εώς τη 31η Μαΐου, εξατμίζονται με την λήξη της προστασίας την 31η Ιουλίου[ii].

Προς επίρρωση της εκμετάλλευσης «άλλων εναλλακτικών», να επισημάνουμε την αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων από τον Μάϊο αυξήθηκε 233.559 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019, αύξηση σε ποσοστό 25,13%[iii].  Όταν, δε, ερευνούμε το ισοζύγιο ροής απασχόλησης, η διαφορά στις προσλήψεις για το πρώτο πεντάμηνο του 2020 φτάνουν τις -518.065 εργαζομένων σε σχέση με πέρσι (φετεινό σύνολο 612.048 προσλήψεις για το πεντάμηνο). Με βάση δε τις αποχωρήσεις από την εργασία στο ίδιο πεντάμηνο (339.826 καταγγελίες/λήξεις συμβάσεων + 266.396 οικειοθελείς αποχωρήσεις = 606.222), το ισοζύγιο απασχόλησης πενταμήνου ανέρχεται στις 5.826 θέσεις εργασίας. Ο αριθμός αυτός αποτελεί ρεκόρ 20ετίας, είναι το χειρότερο ισοζύγιο 5μήνου από το 2001 εώς σήμερα, χειρότερο από το αντίστοιχο του 2012, εν μέσω παγκόσμιας κρίσης, το οποίο κυμάνθηκε στις 9.129 νέες θέσεις εργασίας.

Η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης


Η μονομερής επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας, μίας μορφής της μερικής απασχόλησης, αποτελεί μία ισχυρή μορφή εσωτερικής ευελιξίας της σύμβασης εργασίας[iv]. Ο νόμος παρέχει, στο άρθρο 38 παρ. 3 ν. 1892/1990, το δικαίωμα στον εργοδότη να προβεί σε μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, ως αντίμετρο στις επικείμενες απολύσεις και αφού έρθει σε διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Σε αντίθεση με την συμβατική εκ περιτροπής εργασία, η μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής εργασία μπορεί να έχει μονάχα την μορφή συστήματος, δηλαδή να επιβάλλεται σε ομάδα εργαζομένων και όχι σε μεμονωμένο εργαζόμενο[v].  Οι λόγοι εφαρμογής του είναι άσχετοι με τον μεμονωμένο εργαζόμενο, σχετίζονται με τις επιχειρηματικές επιλογές του εργοδότη, την μείωση των εργασιών της επιχείρησης κ.ο.κ. Ο νομοθέτης που εισήχθη το μέτρο προφανώς ήθελε να διευκολύνει την εφαρμογή του ως συστήματος ρύθμισης του διαθέσιμου όγκου εργασίας από τον εργοδότη[vi].


Σε κάθε περίπτωση, η διάταξη ελέγχεται έντονα για την συνταγματικότητα της, καθώς επιβάλλει ένα επώδυνο μέτρο, μειώνοντας μονομερώς τις αποδοχές των εργαζομένων, για μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς να προσφέρει κανένα απολύτως αντίμετρο ως αντιστάθμισμα και χωρίς σε κάθε περίπτωση να προβλέπει όρια ή περιορισμούς στο δικαίωμα του εργοδότη να μειώνει τις αποδοχές των εργαζομένων, σε βαθμό δυσανάλογα εντονότερο απο το ατομικό μέτρο της διαθεσιμότητας[vii]. Την ωφέλεια από το μέτρο αυτό αποκομίζει ο εργοδότης, μετακυλίοντας τον επιχειρηματικό κίνδυνο στους εργαζομένους, ενώ και το κράτος ωφελείται, απαλλασσόμενο από την υποχρέωση καταβολής επιδομάτων ανεργίας.

Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος αποτελεί μία επιχειρηματική απόφαση, η οποία στηρίζεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους μείωσης τους «πλεονάζοντος προσωπικού» στην εκμετάλλευση. Ως τέτοια, προτείνεται απο τον εργοδότη σαν ηπιότερο μέτρο στις απολύσεις, θέμα επίσης συζητήσιμο. Το αποτέλεσμα είναι η μαζική και σε σύστημα τροποποίηση των συμβάσεων του προσωπικού, ώστε να εξισορροπιστεί με τις επιχειρηματικές ανάγκες, όπως τις προσδιορίζει ο εργοδότης[viii]. Οι αποφάσεις του εργοδότη που στηρίζονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους και επιβάλλουν το μέτρο της εκ περιτροπής απασχόλησης ως ηπιότερο από την καταγγελία της σύμβασης, με σκοπό την διαχείριση της «μείωσης του όγκου της διαθέσιμης εργασίας», όπως και κάθε μορφή άσκησης της επιχειρηματικής ελευθερίας, δεν αποτελούν «άβατο», αλλά υπόκεινται σε νομικό έλεγχο για ενδεχόμενους πειθαναγκασμούς του εργαζομένου από τον εργοδότη[x].

Το συμφέρον διατήρησης της θέσης εργασίας του εργαζομένου, όπως προκύπτει από το δικαίωμα εργασίας στο άρθρο 22 παρ. 1 του Σ., η συμβατική ελευθερία,, όπως προκύπτει από το 5 παρ. 1 Σ, η οποία επιδέχεται επεμβάσεις για την υπεράσπιση του αδύναμου μέρους της σύμβασης, αλλά και η αρχή της αναλογικότητας (25 παρ. 1δ Σ.) επιβάλλουν να ελέγξουμε την ύπαρξη και την προσχηματικότητα ή μη των επικαλούμενων από τον εργοδότη λόγων. Διαφορετικά, μετακυλίεται το κόστος των εργοδοτικών και επιχειρηματικών επιλογών στον εργαζόμενο, ο οποίος στις περιπτώσεις αυτές απολύεται για λόγους πέρα από την σφαίρα ευθύνης του ως υποκείμενο στο χώρο εργασίας[xi].

Ο αστικός κώδικας παρέχει τις ασφαλιστικές δικλείδες των άρθρων 281 Α.Κ. για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αλλά και την διάταξη του 288 Α.Κ., που στοιχειοθετεί νομολογιακά σειρά παρεπόμενων υποχρεώσεων του εργοδότη, όπως η υποχρέωση πρόνοιας. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν τις γενικές ρήτρες, μέσα από τις οποίες εισχωρούν οι συνταγματικές αξιολογήσεις στην μελέτη της συμβατότητας μίας έννομης σχέσης με την έννομη τάξη. Το πλέγμα που διαμορφώνει η νομολογία γύρω από αυτές τις διατάξεις προσφέρουν την δυνατότητα πλήρους δικαστικού ελέγχου σκοπιμότητας αλλά και αναγκαιότητας εφαρμογής από τον εργοδότη ενός μέτρου που στηρίζεται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως η μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής απασχόληση. Στο συγκεκριμένο μέτρο, τόσο η προσβολή της συμβατικής ελευθερίας γίνεται υπερ του ισχυρότερου μέρους της σύμβασης, όσο και η αξιοποίηση του μέτρου με συνήθως  την επίκληση προσχηματικών λόγων και υπό την πίεση οξύτερων μέτρων για τον εργαζόμενο(π.χ. απόλυση), αλλά και η πραγματική βούληση της μείωσης του κόστους εργασίας με μόνιμο και όχι παροδικό τρόπο,αποτελούν κλασικά παραδείγματα καταχρηστικής συμπεριφοράς του εργοδότη[xii].

Γιατί, τελικά, απέτυχε η Συν-Εργασία;


Αυτό στο οποίο εθελοτυφλεί τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, η οποία κάνει μόνο τεχνικού χαρακτήρα παρατηρήσεις στην εφαρμογή αντίστοιχων μέτρων ενίσχυσης της αγοράς εργασίας, είναι η τεράστια διαδικασία αποδιάρθρωσης που έφεραν τέτοιοι μνημονιακοί νόμοι στην αγορά εργασίας και το εργατικό δίκαιο. Το μέτρο της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης μονομερώς από τον εργοδότη, ο οποίος επικαλείται τον περιορισμό της δραστηριότητας, για να το εφαρμόσει για 9 μήνες κάθε έτος (πλέον, και περισσότερο υπό προϋποθέσεις), είναι ήδη πολύ φθηνότερο, συμφερότερο και χωρίς κανένα κόστος για τον εργοδότη. Ήδη, το νομικό οπλοστάσιο για την προστασία του έχει ήδη στηθεί καλά στα πόδια του: αν μπορεί να διαβουλευτεί έστω και τυπικά με τους εργαζομένους του, να δείξει μία μείωση των εργασιών του και να μην κάνει ακραίες διακρίσεις στην επιβολή του συστήματος (να δουλεύει μία ομάδα εργαζομένων περισσότερο από άλλη ομάδα ή από μεμονωμένους εργαζόμενους), τότε είναι πλήρως καλυμμένος φαινομενικά.

Άλλωστε, η γενική κατάσταση ύφεσης και αβεβαιότητας στην αγορά εργασίας αποθαρρύνει τον εργαζόμενο, τόσο να διαμαρτυρηθεί ατομικά, όσο και να διεκδικήσει δικαστικά την ανατροπή του μέτρου ως καταχρηστικού. Τις προϋποθέσεις για αυτό θα τις επισημάνουμε σε επόμενο σημείωμα μας.


Ενόψει τούτων, κανένα λόγο δεν έχει ο εργοδότης να προσφύγει σε έναν μηχανισμό όπως της Συν-Εργασίας, που μάλιστα τον υποχρεώνει να καταβάλλει μεγαλύτερο ύψος ασφαλιστικών εισφορών (στο σύνολο του ονομαστικού μισθού), όταν μπορεί να το εφαρμόσει και μόνος του στην πράξη και να εξασφαλίσει το ελάχιστο μη-μισθολογικό κόστος.

Με την «τρύπα» που άφησε η Συν-Εργασία, ο εργοδότης που εντάσσεται στο σύστημα και επιβάλλει απασχόληση στο 50% του χρόνου εργασίας, επιδοτείται στο 30% του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου για τον ονομαστικό μισθό του (τον οποίο, προφανώς, στο σύστημα πρέπει να τον δηλώσει και τυπικά...). Με το παλιό καλό σύστημα επιβολής μονομερώς του συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης, που ίσχυε προ κορωνοϊού, ο εργαζόμενος πληρώνεται και ασφαλίζεται για όσο διάστημα πραγματικά εργάζεται: άρα ο εργοδότης δεν καταβάλει το 100% των εργατικών εισφορών και το 70% των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, αλλά το 50% αμφότερων των ειδών ασφαλιστικής εισφοράς. Τι ακριβώς θα επιλέξει μία επιχείρηση, όταν δίνεται απόλυτη ελευθερία επιλογής ανάμεσα στα μέτρα αυτά; Πώς θα αντιδράσει ο εργαζόμενος σε αυτή την εντελώς καταχρηστική επιλογή του εργοδότη, να μην επιλέξει το μέτρο διαχείρισης της πλεονάζουσας εργασίας στην εκμετάλλευση, που είναι συμφερότερο για τον εργαζόμενο, όταν η απόλυση αποτελεί υπαρκτή εναλλακτική και με την αγορά εργασίας σε πλήρη διάλυση;

Τι θα έπρεπε να είχε κάνει μία κυβέρνηση που θα ήθελε πραγματικά να ευοδώσει ένα τέτοιο μέτρο, όπως το πρόγραμμα Συν-Εργασία; Θα έπρεπε

α) Να απαγορεύσει την δυνατότητα επιβολής μονομερώς του συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης, και να προβλέψει πως κάθε μετατροπή σύμβασης σε εκ περιτροπής θα γίνεται μέσα από τον μηχανισμό Συν-Εργασία, η οποία τουλάχιστον εποπτεύεται από το κράτος και αποτελεί (εντελώς κουτσουρεμένα) μέτρο συμβιβασμού των συμφερόντων του εργαζομένου και του εργοδότη,

β) Να διευρύνει την προστασία από τις απολύσεις και των τακτικών αποδοχών για όλους τους εργαζομένους, ειδικά των επίμαχων κλάδων του επισιτισμού – τουρισμού – καταλυμμάτων – μεταφορών – εστίασης, ασχέτως από την συμμετοχή τους στην Συν-Εργασία ή μη, ώστε να αχρηστεύσει το ισχυρό όπλο της εφαρμογής της εκ περιτροπής απασχόλησης ως «ηπιότερου μέσου» στην καταγγελία της σύμβασης για οικονομοτεχνικούς λόγους, 

γ) Να επιβάλλει την εφαρμογή των αυστηρότερων συμμετοχικών προϋποθέσεων, με την απαίτηση για ουσιαστική διαβούλευση και συμφωνία, γιατί όχι και με την σύναψη επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης ή Κανονισμού Εργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους και τον εργοδότη: τυπικά, η προϋπόθεση αυτή υφίσταται αλλά δεν εφαρμόζεται, ενώ η σύναψη ΣΣΕ ή Κανονισμού Εργασίας βρίσκει «τοίχο» στην γενική αποδόμηση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Χωρίς υποχρεωτική υπαγωγή στην Συν-Εργασία κάθε μετατροπής, διεύρυνση της προστασίας από τις απολύσεις, έστω στους επίμαχους κλάδους, αυστηρή επιβολή των προϋποθέσεων συμμετοχής και συλλογικής δράσης των εργαζομένων, τότε η μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής απασχόληση των ν. 1892/1990, ν.3846/2010 και 3899/2010 θα φαντάζει πάντα πιο ελκυστική και ακίνδυνη επιλογή, με πολύ χαμηλότερο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος για την επιχείρηση. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση παίζει ένα παιχνίδι εντυπώσεων, ενώ η ομερτά της αντιπολίτευσης δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά την παραδοχή της μνημονιακής κανονικότητας στην αγορά εργασίας.

Η υπεράσπιση των εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους πέφτει τελικά στις πλάτες τους, μέσα από την άσκηση των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων τους. Όσον αφορά τα πρώτα, η δικαστική οδός για την διάγνωση της καταχρηστικής συμπεριφοράς του εργοδότη κατα την επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης δεν βρίσκει όρια στην επιχειρηματική του ελευθερία, όσο η προστασία της θέσης εργασίας του εργαζομένου και η ενίσχυση του αδύναμου μέρους αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους του προστατευτικού εργατικού μας δικαίου. Όσον αφορά την άσκηση των συλλογικών δικαιωμάτων, η συστηματική αγνόηση από την κυβέρνηση των αιτημάτων και των προστάσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η άρνηση επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων πρέπει να βρούν απέναντι τους ένα πρώτο ρεύμα διεκδίκησης του ρόλου των εργαζομένων στην λήψη αποφάσεων στην εκμετάλλευση. Συλλογικά δικαιώματα, όπως η σύναψη ΣΣΕ ή κανονισμού εργασίας αλλά και η άσκηση του δικαιώματος απεργίας μπορούν νομίμως να ασκηθούν: τα ζητήματα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου σημειώματος μας[xiii].

(Επιμέλεια: Δ.Ρ. Πλιακογιάννης, Δικηγόρος, ΜΔΕ Αστικού και Εργατικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας ΑΠΘ)



[i] Ναυτεμπορική, φ. 18/6/2020, σελ. 6 «Έντονη ανασφάλεια στην αγορά εργασίας».
[ii] Ναυτεμπορική, φ. 27/6/2020, σελ. 5 «Δέσμη βελτιώσεων για αποδοτικότερη Συν-Εργασία».
[iii] Σύμφωνα με δημοσίευμα στην ΕφΣυν στο φύλλο 26/06/2020 «Ανεργία ή προσωρινός μισθός 534 ευρώ, το δίλημμα των μισθωτών».
[iv] Τσιμπούκης, Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις στο ζήτημα της μονομερώς επιβαλλόμενης εκ περιτροπής εργασίας, ΕΕργΔ 2013, σελ. 466.
[v] Δερμιτζάκη, ο.π., ΕΕργΔ 2013, σελ.1113 επ. = Δερμιτζάκη, Η μονομερώς επιβαλλόμενη εκ περιτροπής εργασία, ΕΕργΔ 2012, σελ.1169 επ. , Μπουμπουχερόπουλος, Η επιβολή εκ περιτροπής εργασίας ως εργοδοτικό δικαίωμα και τα όρια της εξουσίας που απορρέουν απο αυτό, ΕΕργΔ 2013, σελ. 985 επ.
[vi] Μπουμπουχερόπουλος, ό.π., ΕΕργΔ 2013, σελ. 990.
[vii]  ΜονΠρΑθ 12082/2012, όπου αναγιγνώσκεται η αντισυνταγματικότητα του μέτρου, Δερμιτζάκη, ό.π., ΕΕργΔ 2013, σελ. 1127, Τσιμπούκης, ο.π., σελ.484-487.
[viii] Τσιμπούκης, ό.π., σελ. 465-466.
[ix] Με τον ν. 3846/2010 προβλέπεται για πρώτη φορά το δικαίωμα των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης να ζητήσουν μετατροπή της σχέσης τους σε μερικής απασχόλησης, βλ. Και Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, σελ. 77.
[x] Αναλυτικά για τον έλεγχο των επιχειρηματικών αποφάσεων του εργοδότη Καζάκος, Απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους και επιχειρηματικός κίνδυνος, ΕΕργΔ 2012, σελ. 1291 επ.
[xi] Δερμιτζάκη, ο.π., ΕΕργΔ 2012, σελ. 1205-1213.
[xii] Όπως επισημαίνει ο Τσιμπούκης, ο.π.. ΕΕργΔ 2013, σελ. 484-487, όπου προσθέτει ότι τίποτα δεν εμποδίζει τον εργοδότη να επιβάλλει κάθε 9 μήνες εκ νέου σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, πέρα από τον έλεγχο του 281 Α.Κ., κατά πόσο πραγματικά παροδική είναι η κρίση στην επιχείρηση που επιφέρει μείωση εργασιών: αν αυτή αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, η επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης είναι άκυρη και ο εργοδότης οφείλει να προβεί σε τροποποιήσεις συμβάσεων.
[xiii] Δ.Ρ. Πλιακογιάννης, Η άσκηση του δικαιώματος απεργίας εναντίον επιχειρηματικών αποφάσεων, της συμβατικής ελευθερίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, 2018, ikee.lib.auth.gr